κλινήρης: Difference between revisions

From LSJ

δέξηται, δέχονται, ύπεδέξατο, προσδέχεται → should receive, receive, received, receives

Source
(20)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ες (AM [[κλινήρης]], -ες, Μ και [[κλινάρης]], -ες)<br />ξαπλωμένος στο [[κρεβάτι]] λόγω ασθένειας, κρεβατωμένος, [[κατάκοιτος]] («ἐκ τούτου... τοῦ χαλεποῦ νοσήματος ἔμεινε διαπαντὸς τοῡ βίου [[κλινήρης]] καὶ [[ἀκίνητος]]», Μηναί.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κλίνη]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -[[ήρης]] (Ι) (<span style="color: red;"><</span> [[ἀραρίσκω]] «[[συνδέω]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ξιφ</i>-[[ήρης]], <i>ποδ</i>-[[ήρης]].
|mltxt=-ες (AM [[κλινήρης]], -ες, Μ και [[κλινάρης]], -ες)<br />ξαπλωμένος στο [[κρεβάτι]] λόγω ασθένειας, κρεβατωμένος, [[κατάκοιτος]] («ἐκ τούτου... τοῦ χαλεποῦ νοσήματος ἔμεινε διαπαντὸς τοῡ βίου [[κλινήρης]] καὶ [[ἀκίνητος]]», Μηναί.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κλίνη]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -[[ήρης]] (Ι) (<span style="color: red;"><</span> [[ἀραρίσκω]] «[[συνδέω]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ξιφ</i>-[[ήρης]], <i>ποδ</i>-[[ήρης]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κλῑνήρης:''' -ες (*ἄρω), [[κατάκοιτος]], Λατ. [[lecto]] [[affixus]], σε Πλούτ.
}}
}}

Revision as of 21:12, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλῑνήρης Medium diacritics: κλινήρης Low diacritics: κλινήρης Capitals: ΚΛΙΝΗΡΗΣ
Transliteration A: klinḗrēs Transliteration B: klinērēs Transliteration C: kliniris Beta Code: klinh/rhs

English (LSJ)

ες,

   A ill in bed, Ph.2.317, J.BJ2.21.6, Plu.Pyrrh.11, Ath.12.554d, Gal.1.297, BGU45.14 (iii A.D.); -ήρη τινὰ τηρεῖν keep her in bed, Sor.1.46.

German (Pape)

[Seite 1454] ες, ans Bett gefügt, gefesselt, bettlägerig; Plut. Pyrrh. 11; Ath. XII, 554 e u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κλῑνήρης: -ες, ἐπὶ κλίνης κατακείμενος, κατάκοιτος, Λατιν. lecto affixus, Πλουτ. Πύρρ. 11, Ἀθήν. 554D.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
retenu au lit, alité.
Étymologie: κλίνη.

Greek Monolingual

-ες (AM κλινήρης, -ες, Μ και κλινάρης, -ες)
ξαπλωμένος στο κρεβάτι λόγω ασθένειας, κρεβατωμένος, κατάκοιτος («ἐκ τούτου... τοῦ χαλεποῦ νοσήματος ἔμεινε διαπαντὸς τοῡ βίου κλινήρης καὶ ἀκίνητος», Μηναί.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλίνη + επίθημα -ήρης (Ι) (< ἀραρίσκω «συνδέω»), πρβλ. ξιφ-ήρης, ποδ-ήρης.

Greek Monotonic

κλῑνήρης: -ες (*ἄρω), κατάκοιτος, Λατ. lecto affixus, σε Πλούτ.