πανταχόσε: Difference between revisions

From LSJ

ἀναμαρτήτως ζῆν καὶ τοῖς ἄλλοις ἀλύπωςlive in a manner above reproach and without offence to others

Source
(30)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>επίρρ.</b> [[προς]] [[κάθε]] [[κατεύθυνση]], [[παντού]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πᾶς</i>, <i>παντός</i> <span style="color: red;">+</span> ουρανικό [[πρόσφυμα]] -<i>αχ</i>- <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>σε</i> (<b>πρβλ.</b> [[πολλαχόσε]]), μέσω ενός αμάρτυρου επιθ. <i>πανταχός</i>].
|mltxt=Α<br /><b>επίρρ.</b> [[προς]] [[κάθε]] [[κατεύθυνση]], [[παντού]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πᾶς</i>, <i>παντός</i> <span style="color: red;">+</span> ουρανικό [[πρόσφυμα]] -<i>αχ</i>- <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>σε</i> (<b>πρβλ.</b> [[πολλαχόσε]]), μέσω ενός αμάρτυρου επιθ. <i>πανταχός</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''παντᾰχόσε:''' ([[πᾶς]]), επίρρ. = το επόμ., σε Θουκ., Πλάτ.
}}
}}

Revision as of 21:12, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παντᾰχόσε Medium diacritics: πανταχόσε Low diacritics: πανταχόσε Capitals: ΠΑΝΤΑΧΟΣΕ
Transliteration A: pantachóse Transliteration B: pantachose Transliteration C: pantachose Beta Code: pantaxo/se

English (LSJ)

Adv., = foreg., Th.7.42, Pl.R.540a, etc.; incorrectly for

   A πανταχοῦ, τοῖς π. δήμοις Plu.Agis14.

German (Pape)

[Seite 463] = πανταχοῖ, Plat. Rep. VII, 539 e u. öfter, u. Sp., wie Plut. Agis 14.

Greek (Liddell-Scott)

πανταχόσε: Ἐπίρρ., = τῷ προηγ., Θουκ. 7. 42, Πλάτ. Πολ. 539Ε, κτλ.· ἡμαρτημένως ἀντὶ πανταχοῦ, τοῖς π. δήμοις Πλουτ. Ἆγις 14.

French (Bailly abrégé)

adv.
1 de tous côtés, partout avec mouv.
2 irrég. c. πανταχοῦ.
Étymologie: πᾶς, -αχόσε.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. προς κάθε κατεύθυνση, παντού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πᾶς, παντός + ουρανικό πρόσφυμα -αχ- + επιρρμ. κατάλ. -σε (πρβλ. πολλαχόσε), μέσω ενός αμάρτυρου επιθ. πανταχός].

Greek Monotonic

παντᾰχόσε: (πᾶς), επίρρ. = το επόμ., σε Θουκ., Πλάτ.