φρονηματίας: Difference between revisions

From LSJ

Ὅσον ζῇς, φαίνου, μηδὲν ὅλως σὺ λυποῦ· πρὸς ὀλίγον ἐστὶ τὸ ζῆν, τὸ τέλοςχρόνος ἀπαιτεῖ. → While you live, shine; have no grief at all; life exists only for a short while, and time demands its toll.

Source
(45)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, ΝΜΑ<br />αυτός που έχει υψηλό [[φρόνημα]], [[υπερήφανος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (με κακή σημ.) [[αλαζόνας]], [[κομπαστής]]<br /><b>2.</b> ατίθασο, ζωηρό [[άλογο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φρόνημα]], -<i>ήματος</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ίας</i>- (<b>πρβλ.</b> <i>τραυματ</i>-<i>ίας</i>)].
|mltxt=ο, ΝΜΑ<br />αυτός που έχει υψηλό [[φρόνημα]], [[υπερήφανος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (με κακή σημ.) [[αλαζόνας]], [[κομπαστής]]<br /><b>2.</b> ατίθασο, ζωηρό [[άλογο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φρόνημα]], -<i>ήματος</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ίας</i>- (<b>πρβλ.</b> <i>τραυματ</i>-<i>ίας</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''φρονημᾰτίας:''' -ου, ὁ, αυτός που έχει υψηλό [[φρόνημα]], αυτός που έχει υψηλό [[πνεύμα]], ή (με αρνητική [[σημασία]]) [[υπερήφανος]], [[αλαζόνας]], σε Ξεν., Αριστ.
}}
}}

Revision as of 21:16, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φρονημᾰτίας Medium diacritics: φρονηματίας Low diacritics: φρονηματίας Capitals: ΦΡΟΝΗΜΑΤΙΑΣ
Transliteration A: phronēmatías Transliteration B: phronēmatias Transliteration C: fronimatias Beta Code: fronhmati/as

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A self-confident, high-spirited, Arist.Pol.1313a40, Longin.9.4; φ. ἐπὶ τῇ ἱππικῇ X.Ages.1.24; of a horse, Poll.1.195.

German (Pape)

[Seite 1308] ὁ, der viel Selbstgefühl, Selbstvertrauen hat, Xen. Ages. 1, 24. – Gew. im tadelnden Sinne, hochmüthig, eingebildet, dünkelhaft, Arist. pol. 5, 11, Plut.

Greek (Liddell-Scott)

φρονημᾰτίας: -ου, ὁ, ὁ ἔχων ὑψηλὸν φρόνημα, ὁ ἔχων πεποίθησιν εἰς ἑαυτόν, μεγαλόφρων, ὑπερήφανος, ἢ (ἐπὶ κακῆς σημασίας) ὑψηλόφρων, ἀλαζών, τετυφωμένος, Ἀριστ. Πολιτ. 5. 11, 5, Λογγῖν. 9, 4· φρ. ἐπὶ τῇ ἱππικῇ Ξεν. Ἀγησ. 1, 24· ἐπὶ ἵππου, Πολυδ. Α΄, 194.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
1 qui a des sentiments élevés, généreux, noble;
2 hautain, orgueilleux, présomptueux.
Étymologie: φρόνημα.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ
αυτός που έχει υψηλό φρόνημα, υπερήφανος
αρχ.
1. (με κακή σημ.) αλαζόνας, κομπαστής
2. ατίθασο, ζωηρό άλογο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρόνημα, -ήματος + επίθημα -ίας- (πρβλ. τραυματ-ίας)].

Greek Monotonic

φρονημᾰτίας: -ου, ὁ, αυτός που έχει υψηλό φρόνημα, αυτός που έχει υψηλό πνεύμα, ή (με αρνητική σημασία) υπερήφανος, αλαζόνας, σε Ξεν., Αριστ.