ἀποδρέπω: Difference between revisions
Τὰς γὰρ ἡδονὰς ὅταν προδῶσιν ἄνδρες, οὐ τίθημ' ἐγὼ ζῆν τοῦτον, ἀλλ' ἔμψυχον ἡγοῦμαι νεκρόν → But when people lose their pleasures, I do not consider this life – rather, it is just a corpse with a soul
(5) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀποδρέπω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[κόβω]] και [[μαζεύω]] [[άνθη]] ή καρπούς<br /><b>2.</b> [[απολαμβάνω]], [[χαίρομαι]] [[κάτι]]. | |mltxt=[[ἀποδρέπω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[κόβω]] και [[μαζεύω]] [[άνθη]] ή καρπούς<br /><b>2.</b> [[απολαμβάνω]], [[χαίρομαι]] [[κάτι]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀποδρέπω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[αποκόπτω]], [[μαζεύω]], [[συλλέγω]] καρπούς, σε Πίνδ.· ἀπόδρεπε [[οἴκαδε]] [[βότρυς]], κόψε και πάρε στο [[σπίτι]] [[σου]] τα σταφύλια, σε Ησίοδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:36, 30 December 2018
English (LSJ)
A pluck off, ἀπόδρεπε οἴκαδε βότρυς pluck and take them home, Hes.Op. 611; pluck off hair, Hp.Mul.2.106: metaph., ἀ.καρπὸν ἥβας Pi.P..9.110, cf. O.1.13; τὸν ἀφροδισίων κῆπον Archipp.2 D.:—Med., μαλθακᾶς ὥρας ἀρας καρπὸν δρέπεσθαι Pi.Fr.122.8, cf. AP6.303 (Aristo), Plu. 2.79d.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποδρέπω: μέλλ. -ψω, ἀποκόπτων, συλλέγω, ἀπόδρεπε οἴκαδε βότρυς, κόπτε καὶ φέρε αὐτοὺς εἰς τὴν οἰκίαν, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 608· ἀπ. καρπὸν ἥβας Πινδ. Π. 9. 193, πρβλ. Ο. 1. 20, οὕτως ἐν μέσ. τύπ., μαλθακᾶς ὥρας ἀπὸ καρπὸν δρέπεσθαι ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 87. 8· πρβλ. Ἀνθ. Π. 6. 303, Πλούτ. 2. 79D.
French (Bailly abrégé)
cueillir;
Moy. ἀποδρέπομαι m. sign.
Étymologie: ἀπό, δρέπω.
English (Slater)
ἀποδρέπω
1 pluck, cull χρυσοστεφάνου δέ οἱ Ἥβας καρπὸν ἀνθήσαντ' ἀποδρέψαι ἔθελον (P. 9.110) med., ὑμῖν ἄνευθ' ἐπαγορίας ἔπορεν, ὦ παῖδες, ἐρατειναῖς ἐν εὐναῖς μαλθακᾶς ὥρας ἀπὸ καρπὸν δρέπεσθαι fr. 122. 8. cf. (O. 1.13)
Spanish (DGE)
• Morfología: [pres. inf. -δρέπεν Hes.Op.611]
1 cortar, coger flores o frutas ἀποδρέπεν οἴκαδε βότρυς Hes.l.c.
•fig. del fruto de la juventud o el amor Ἥβας καρπόν Pi.P.9.110, ἀλλοτρίας (ὥρας) Bio Bor.57
•recolectar, e.e. disfrutar de τὸν Ἀφροδίσιον κῆπον Archipp.45A
•en v. med. μαλθακᾶς ὥρας ἀπὸ καρπὸν δρέπεσθαι Pi.Fr.122.8.
2 en gener. arrancar abs. del vello, Hp.Mul.1.106, cf. Hsch.
•coger en v. med. c. ac. πίονα τυρὸν ἀποδρέψεσθε καὶ αὔην ἰσχάδα AP 6.303 (Aristo), δρόσον καὶ χνοῦν Plu.2.79d
•c. gen. χρυσίου Alciphr.3.15.2.
Greek Monolingual
ἀποδρέπω (Α)
1. κόβω και μαζεύω άνθη ή καρπούς
2. απολαμβάνω, χαίρομαι κάτι.
Greek Monotonic
ἀποδρέπω: μέλ. -ψω, αποκόπτω, μαζεύω, συλλέγω καρπούς, σε Πίνδ.· ἀπόδρεπε οἴκαδε βότρυς, κόψε και πάρε στο σπίτι σου τα σταφύλια, σε Ησίοδ.