ἁρπεδόνη: Difference between revisions
ὃν οὐ τύπτει λόγος οὐδὲ ῥάβδος → if words don't get through, neither a beating will | if the carrot doesn't work, the stick will not work either | whom words do not strike, neither does the rod
(6) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και -να, η (Α [[ἁρπεδών]], -όνος και -δόνη)<br />[[νήμα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[σχοινί]] για [[παγίδευση]] ζώων<br /><b>2.</b> η [[χορδή]] του τόξου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Η [[σύνθεση]] του τ. [[αρπεδόνη]] με το αρχ. ινδ. <i>αrpάyαti</i> «[[τοποθετώ]], [[στερεώνω]]» δεν [[είναι]] ικανοποιητική από σημασιολογικής απόψεως, ο δε τ. <i>αrpάyαti</i> αποτελεί [[ινδικό]] νεώτερο σχηματισμό. Επίσης ο [[συσχετισμός]] του με τα [[άρπη]], [[αρπάζω]] δεν δικαιολογείται από τις σημασίες του τ. [[αρπεδόνη]] «[[χορδή]]», «[[σχοινί]]». Ο [[παράλληλος]] τ. <i>αρπεδών</i> σχηματίζεται με το [[επίθημα]] -<i>δων</i>, το οποίο [[συχνά]] χρησιμοποιείται [[προς]] [[δήλωση]] οργάνου]. | |mltxt=και -να, η (Α [[ἁρπεδών]], -όνος και -δόνη)<br />[[νήμα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[σχοινί]] για [[παγίδευση]] ζώων<br /><b>2.</b> η [[χορδή]] του τόξου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Η [[σύνθεση]] του τ. [[αρπεδόνη]] με το αρχ. ινδ. <i>αrpάyαti</i> «[[τοποθετώ]], [[στερεώνω]]» δεν [[είναι]] ικανοποιητική από σημασιολογικής απόψεως, ο δε τ. <i>αrpάyαti</i> αποτελεί [[ινδικό]] νεώτερο σχηματισμό. Επίσης ο [[συσχετισμός]] του με τα [[άρπη]], [[αρπάζω]] δεν δικαιολογείται από τις σημασίες του τ. [[αρπεδόνη]] «[[χορδή]]», «[[σχοινί]]». Ο [[παράλληλος]] τ. <i>αρπεδών</i> σχηματίζεται με το [[επίθημα]] -<i>δων</i>, το οποίο [[συχνά]] χρησιμοποιείται [[προς]] [[δήλωση]] οργάνου]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἁρπεδόνη:''' ἡ, [[σχοινί]] για [[δέσιμο]] ή [[παγίδευση]] θηράματος, σε Ξεν.· [[χορδή]] τόξου, (άγν. προέλ.). | |||
}} | }} |
Revision as of 21:40, 30 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A cord, for binding or snaring game, X.Cyr.1.6.28, AP9.244 (Apollonid.). 2 yarn of which cloth is made, Hdt.3.47, Aristias 2 (ap.Poll.7.31), AP6.160 (Antip. Sid.); silk-worm's thread, Paus.6.26.8; bow-string, AP5.193 (Posidipp. or Asclep.). II ἁρπεδόναι· τῶν ἀμαυρῶν ἄστρων σύγχυσις (i.e. band of stars connecting Pisces), Hsch., cf. Vitr.9.5.3.
German (Pape)
[Seite 359] ἡ, Seil, Strick, um etwas zu fangen, Xen. Cyr. 1, 6, 28; vgl. Poll. 5, 33; τοῦ θώρηκος Her. 3, 47, mit dem der Harnisch über der Schulter befestigt ist; vgl. Poll. 7, 31; στρεπτή, Bogensehne, Ant. Sid. 26 (VI, 160); vgl. Apolld. 15 (IX, 244).
Greek (Liddell-Scott)
ἁρπεδόνη: ἡ, σχοινίον θηρευτικὸν πρὸς παγίδευσιν ἀγρίων ζῴων, Ξεν. Κύρ. 1. 6, 1, 28, Ἀνθ. Π. 9. 244, Πολυδ. Ε΄, 33, πρβλ. λέξιν σειράς. 2) νῆμα, κλωστὴ πρὸς ὕφανσιν, Ἡρόδ. 3. 47, Κριτίας 18, πρβλ. Ἀνθ. Π. 6. 160, πρβλ. Πολυδ. Ζ΄, 31: ὁ μίτος τῶν μεταξοσκωλήκων ἀφ’ οὗ τὰς αἰσθῆτας ἐποίουν οἱ Σῆρες, Παυσ. 6. 26, 8· νευρὰ τόξου, Ἀνθ. Π. 5. 194. (Πρβλ. τὸ Σανσκρ. ῥῆμα arpayâmi (προσαρμόζω), ἴδε ἐν λ.*άρω).
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
1 corde tendue pour un piège;
2 cordon ou lacet de cuirasse.
Étymologie: DELG ?
Spanish (DGE)
-ης, ἡ
1 cuerda o lazo de caza, X.Cyr.1.6.28, AP 9.244 (Apollonid.), de un arco AP 5.194 (Posidipp.).
2 hilo Hdt.3.47, Aristias 2, Arist.HA 527a29, PTeb.703.98 (III a.C.), AP 6.160 (Antip.Sid.)
•seda Paus.6.26.8.
3 caza con lazo Sud.s.u. ἁρπεδόνες.
4 astr. el cordel n. dado al conjunto de nebulosas y estrellas que unen a los dos peces de la constelación Piscis, Vitr.9.5.3, Hsch.
Greek Monolingual
και -να, η (Α ἁρπεδών, -όνος και -δόνη)
νήμα
αρχ.
1. σχοινί για παγίδευση ζώων
2. η χορδή του τόξου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η σύνθεση του τ. αρπεδόνη με το αρχ. ινδ. αrpάyαti «τοποθετώ, στερεώνω» δεν είναι ικανοποιητική από σημασιολογικής απόψεως, ο δε τ. αrpάyαti αποτελεί ινδικό νεώτερο σχηματισμό. Επίσης ο συσχετισμός του με τα άρπη, αρπάζω δεν δικαιολογείται από τις σημασίες του τ. αρπεδόνη «χορδή», «σχοινί». Ο παράλληλος τ. αρπεδών σχηματίζεται με το επίθημα -δων, το οποίο συχνά χρησιμοποιείται προς δήλωση οργάνου].
Greek Monotonic
ἁρπεδόνη: ἡ, σχοινί για δέσιμο ή παγίδευση θηράματος, σε Ξεν.· χορδή τόξου, (άγν. προέλ.).