αὐτοσταδίη: Difference between revisions

From LSJ

δέξηται, δέχονται, ύπεδέξατο, προσδέχεται → should receive, receive, received, receives

Source
(7)
(3)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[αὐτοσταδίη]], η (Α)<br />[[μάχη]] «εκ του [[συστάδην]]», όπου ο [[μαχητής]] κρατάει [[σταθερά]] τη [[θέση]] του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αυτο</i>- <span style="color: red;">+</span> <b>επίθ.</b> [[στάδιος]] «αυτός που στέκεται [[σταθερά]], ο [[ακίνητος]], ο [[άκαμπτος]]»].
|mltxt=[[αὐτοσταδίη]], η (Α)<br />[[μάχη]] «εκ του [[συστάδην]]», όπου ο [[μαχητής]] κρατάει [[σταθερά]] τη [[θέση]] του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αυτο</i>- <span style="color: red;">+</span> <b>επίθ.</b> [[στάδιος]] «αυτός που στέκεται [[σταθερά]], ο [[ακίνητος]], ο [[άκαμπτος]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''αὐτοστᾰδίη:''' ([[ἵσταμαι]]), σε [[κατάσταση]] μάχης, κοντά στη [[μάχη]], <i>ἔν γ' αὐτοσταδίῃ</i>, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}

Revision as of 21:48, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐτοστᾰδίη Medium diacritics: αὐτοσταδίη Low diacritics: αυτοσταδίη Capitals: ΑΥΤΟΣΤΑΔΙΗ
Transliteration A: autostadíē Transliteration B: autostadiē Transliteration C: aftostadii Beta Code: au)tostadi/h

English (LSJ)

(sc. μάχη), ἡ,

   A stand-up fight, close fight, Ep. word, used only in dat., ἔν γ' αὐτοσταδίῃ Il.13.325.

German (Pape)

[Seite 402] ἡ, der Kampf, in dem Mann gegen Mann kämpft, Handgemenge, Il. 13, 325.

Greek (Liddell-Scott)

αὐτοστᾰδίη: (ἐνν. μάχη), ἡ, Ἐπικὴ λέξις ἀπαντῶσα μόνον κατὰ δοτικ. (πρβλ. αὐτοσχέδιος), ἔν γ’ αὐτοσταδίῃ, «ἐν τῇ συστάδην μάχῃ» (Σχολ.) Ἰλ. Ν. 325.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
s.e. μάχη;
combat corps à corps.
Étymologie: αὐτός, ἵστημι.

English (Autenrieth)

(ἵστημι): hand to hand fight, Il. 13.325†.

Spanish (DGE)

(αὐτοστᾰδίη) -ης, ἡ lucha cuerpo a cuerpo ἔν γ' αὐτοσταδίῃ Il.13.325.

Greek Monolingual

αὐτοσταδίη, η (Α)
μάχη «εκ του συστάδην», όπου ο μαχητής κρατάει σταθερά τη θέση του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο- + επίθ. στάδιος «αυτός που στέκεται σταθερά, ο ακίνητος, ο άκαμπτος»].

Greek Monotonic

αὐτοστᾰδίη: (ἵσταμαι), σε κατάσταση μάχης, κοντά στη μάχη, ἔν γ' αὐτοσταδίῃ, σε Ομήρ. Ιλ.