ἀφραίνω: Difference between revisions

From LSJ

Μὴ λοιδόρει γυναῖκα μηδὲ νουθέτει → Noli increpare neu monere mulierem → Schimpf' eine Frau nicht aus noch weise sie zurecht

Menander, Monostichoi, 353
(7)
(3)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀφραίνω]] (Α) [[άφρων]]<br /><b>1.</b> [[είμαι]] ή [[γίνομαι]] [[ανόητος]]<br /><b>2.</b> [[ενεργώ]] απερίσκεπτα.
|mltxt=[[ἀφραίνω]] (Α) [[άφρων]]<br /><b>1.</b> [[είμαι]] ή [[γίνομαι]] [[ανόητος]]<br /><b>2.</b> [[ενεργώ]] απερίσκεπτα.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀφραίνω:''' ([[ἄφρων]]), είμαι [[ανόητος]], [[άφρων]], [[αναίσθητος]], σε Όμηρ.
}}
}}

Revision as of 21:48, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀφραίνω Medium diacritics: ἀφραίνω Low diacritics: αφραίνω Capitals: ΑΦΡΑΙΝΩ
Transliteration A: aphraínō Transliteration B: aphrainō Transliteration C: afraino Beta Code: a)frai/nw

English (LSJ)

(ἄφρων)

   A to be foolish, Il.2.258,7.109, Od.20360, Phoc. 5.—Poet. and Hp.Gland.12; later as a philosophic term, Chrysipp.Stoic.3.166, Plu.2.1037d, S.E.M.11.94, Plot.5.8.3.

German (Pape)

[Seite 414] (entst. ἀφρανιώ, φρήν, ἄφρων), unvernünftig, thöricht sein, Il. 2, 258 Od. 20, 360 u. Sp., wie Plut. adv. Stoic. 10. Bei Hippocr. nach Galen. auch ἀφράζω; Hesych. ἀφράσσει, ἀσυνετεῖ

Greek (Liddell-Scott)

ἀφραίνω: (ἄφρων) εἶμαι ἄφρων, ἀνόητος, ἀνοηταίνω, Ἰλ. Β. 258., Η. 109, Ὀδ. Υ. 360, Φωκυλ. 5. ― Ποιητ. λέξις, ἐν χρήσει παρὰ μεταγ. ὡς φιλοσοφ. ὅρος, Πλούτ. 2. 1037D, Σεξτ. Ἐμπ. π. Μ. 11. 94· ― ὁ τύπος ἀφράζω μνημονεύεται ἐκ τοῦ Ἱπποκρ. ὑπὸ Γαληνοῦ, ἀλλὰ δὲν εὑρίσκεται ἐν τῷ ὑπάρχοντι κειμένῳ.

French (Bailly abrégé)

c. ἀφραδέω.

English (Autenrieth)

(φρήν): be senseless, mad, foolish.

Spanish (DGE)

1 desvariar, ser un necio σ' ἀφραίνοντα κιχήσομαι Il.2.258, ἀφραίνει ξεῖνος Od.20.360, ἀφραίνων κακίην οὐ δύναται κατέχειν Thgn.322, cf. 693, θεὰς ἀφραίνοντα θεημάχον ἄνδρα δοκεύων Nonn.D.36.355
de una ciu. πόλις ... κατὰ κόσμον οἰκεοῦσα ... κρέσσων Νίνου ἀφραινούσης Phoc.4.2.
2 ser necio, ignorante en sent. fil. ref. al profano, Chrysipp.Stoic.3.166, S.E.M.11.94, Plot.5.8.3.

Greek Monolingual

ἀφραίνω (Α) άφρων
1. είμαι ή γίνομαι ανόητος
2. ενεργώ απερίσκεπτα.

Greek Monotonic

ἀφραίνω: (ἄφρων), είμαι ανόητος, άφρων, αναίσθητος, σε Όμηρ.