βραχύβωλος: Difference between revisions

From LSJ

κατὰ τὸν δεύτερον, φασί, πλοῦν τὰ ἐλάχιστα ληπτέον τῶν κακῶν → we must as second best, as people say, take the least of the evils

Source
(7)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[βραχύβωλος]], -ον (Α)<br />(για [[κτήμα]]) [[μικρός]] και με λίγο [[χώμα]], [[άγονος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[βραχύς]] <span style="color: red;">+</span> [[βώλος]] «[[μικρός]] όγκος χώματος σε οργωμένη γη<br />[[τμήμα]] γης, [[χωράφι]]» (<b>[[πρβλ]].</b> [[δύσβωλος]], [[πολύβωλος]])].
|mltxt=[[βραχύβωλος]], -ον (Α)<br />(για [[κτήμα]]) [[μικρός]] και με λίγο [[χώμα]], [[άγονος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[βραχύς]] <span style="color: red;">+</span> [[βώλος]] «[[μικρός]] όγκος χώματος σε οργωμένη γη<br />[[τμήμα]] γης, [[χωράφι]]» (<b>[[πρβλ]].</b> [[δύσβωλος]], [[πολύβωλος]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''βρᾰχύβωλος:''' -ον, αυτός που έχει μικρούς ή ολίγους (σ)βώλους χώματος, σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 21:56, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βρᾰχῠβωλος Medium diacritics: βραχύβωλος Low diacritics: βραχύβωλος Capitals: ΒΡΑΧΥΒΩΛΟΣ
Transliteration A: brachýbōlos Transliteration B: brachybōlos Transliteration C: vrachyvolos Beta Code: braxu/bwlos

English (LSJ)

ον,

   A with small or few clods, β. χέρσος a small spot of ground, AP6.238 (Apollonid.): Ἴκος ib.7.2 (Antip. Sid.).

German (Pape)

[Seite 462] kurzschollig, χέρσος, d. i. ein kleines Stück Land, Apollond. 5 (VI, 238); vgl. Ant. Sid. 69 (VII, 2).

Greek (Liddell-Scott)

βρᾰχύβωλος: -ον, ὁ ὀλίγους ἔχων βώλους γῆς, β. χέρσος, μικρὸν μέρος ἐδάφους, Ἀνθ. ΙΙ. 6. 238, πρβλ. 7. 2.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux petites mottes de terre, càd au sol maigre.
Étymologie: βραχύς, βῶλος.

Spanish (DGE)

(βρᾰχύβωλος) -ον

• Prosodia: [-ῠ-]
con pocos o pequeños terrones e.d. pequeño χέρσος AP 6.238 (Apollonid.), Ἴκος AP 7.2 (Antip.Sid.).

Greek Monolingual

βραχύβωλος, -ον (Α)
(για κτήμα) μικρός και με λίγο χώμα, άγονος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βραχύς + βώλος «μικρός όγκος χώματος σε οργωμένη γη
τμήμα γης, χωράφι» (πρβλ. δύσβωλος, πολύβωλος)].

Greek Monotonic

βρᾰχύβωλος: -ον, αυτός που έχει μικρούς ή ολίγους (σ)βώλους χώματος, σε Ανθ.