γαλεώτης: Difference between revisions
κοινὸν τύχη, γνώμη δὲ τῶν κεκτημένων → good luck is anyone's, judgment belongs only to those who possess it
(8) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[γαλεώτης]], ο (Α)<br /><b>1.</b> [[είδος]] κηλιδωτής σαύρας, ο [[ασκαλαβώτης]]<br /><b>2.</b> ο [[ξιφίας]]<br /><b>3.</b> η ικτίς<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[γαλεώτης]] [[γέρων]]» — [[γέρος]] [[ψαρομάλλης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[γαλέη]], [[γαλή]] <span style="color: red;">+</span> ([[επίθημα]]) -<i>ώτης</i> με τις σημ. 1 και 3, ενώ <span style="color: red;"><</span> [[γαλεός]] <span style="color: red;">+</span> ([[επίθημα]]) -<i>ώτης</i> με τη σημ. 2, [[εκτός]] αν γίνει αποδεκτή η [[άποψη]] [[γαλεός]] <span style="color: red;"><</span> [[γαλεώτης]] (<b>βλ.</b> και λ. [[γαλέος]])]. | |mltxt=[[γαλεώτης]], ο (Α)<br /><b>1.</b> [[είδος]] κηλιδωτής σαύρας, ο [[ασκαλαβώτης]]<br /><b>2.</b> ο [[ξιφίας]]<br /><b>3.</b> η ικτίς<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[γαλεώτης]] [[γέρων]]» — [[γέρος]] [[ψαρομάλλης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[γαλέη]], [[γαλή]] <span style="color: red;">+</span> ([[επίθημα]]) -<i>ώτης</i> με τις σημ. 1 και 3, ενώ <span style="color: red;"><</span> [[γαλεός]] <span style="color: red;">+</span> ([[επίθημα]]) -<i>ώτης</i> με τη σημ. 2, [[εκτός]] αν γίνει αποδεκτή η [[άποψη]] [[γαλεός]] <span style="color: red;"><</span> [[γαλεώτης]] (<b>βλ.</b> και λ. [[γαλέος]])]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''γαλεώτης:''' -ου, ὁ ([[γαλέη]]), [[σαύρα]] με στίγματα, με κηλίδες· Λατ. [[stellio]], σε Αριστοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:57, 30 December 2018
English (LSJ)
ου, ὁ,
A gecko lizard, Ar.Nu.173, Arist.Fr.370. II sword-fish, = ξιφίας, Plb.34.2.12, Str.1.2.15. III weasel, Luc. VH1.35; γ. γέρων (transl. by colore mustelino, Ter.Eun.4.4.21) Men.188.
German (Pape)
[Seite 471] ὁ, 1) eine bunte Eidechsenart, Ar. Nubb. 174. – 2) der Schwertfisch, ξιφίας Pol. 34, 2, 12; Strab. 1, 2, 15; Luc. V. Hist. 1, 35.
Greek (Liddell-Scott)
γαλεώτης: -ου, ὁ σαύρα κηλιδωτή, γουστέρα παρδαλή, ἀλλαχοῦ ἀσκαλαβώτης, Λατ. stellio, Ἀριστοφ. Νεφ. 173· γαλεώτης γέρων, ψαρὸς ὡς γαλῆ, Μένανδρ. Εὐν. 3, πρβλ. Βεντ. Τερεντ. Εὐν. 4. 4, 22. ΙΙ. ὁ ἰχθὺς ξιφίας Πολύβ. 34. 2, 12.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
1 sorte de lézard moucheté, gécko (AR), animal;
2 espadon = ξιφίας, poisson.
Étymologie: DELG γαλέη.
Spanish (DGE)
(γᾰλεώτης) -ου, ὁ
zool.
1 lagartija moteada Ar.Nu.173, Arist.Fr.370, Plu.2.924a, Ael.NA 9.19, Sch.Nic.Th.484a, γ. γέρων el viejo es una lagartija moteada, e.d. está lleno de pecas Men.Fr.163.
2 pez espada Plb.34.2.12, 15, 34.3.1, cf. Hsch.
3 comadreja Luc.VH 1.35.
Greek Monolingual
γαλεώτης, ο (Α)
1. είδος κηλιδωτής σαύρας, ο ασκαλαβώτης
2. ο ξιφίας
3. η ικτίς
4. φρ. «γαλεώτης γέρων» — γέρος ψαρομάλλης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλέη, γαλή + (επίθημα) -ώτης με τις σημ. 1 και 3, ενώ < γαλεός + (επίθημα) -ώτης με τη σημ. 2, εκτός αν γίνει αποδεκτή η άποψη γαλεός < γαλεώτης (βλ. και λ. γαλέος)].
Greek Monotonic
γαλεώτης: -ου, ὁ (γαλέη), σαύρα με στίγματα, με κηλίδες· Λατ. stellio, σε Αριστοφ.