διαρκής: Difference between revisions
λύχνον μεθ' ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων ἄνθρωπον ζητῶ → he lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, I am looking for a man
(9) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ές (AM [[διαρκής]], -ές)<br /><b>1.</b> [[αδιάκοπος]], [[συνεχής]], [[αδιάλειπτος]]<br /><b>2.</b> παρατεινόμενος για αρκετό χρόνο<br /><b>3.</b> [[σταθερός]], [[μόνιμος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[επαρκής]], [[αρκετός]]. | |mltxt=-ές (AM [[διαρκής]], -ές)<br /><b>1.</b> [[αδιάκοπος]], [[συνεχής]], [[αδιάλειπτος]]<br /><b>2.</b> παρατεινόμενος για αρκετό χρόνο<br /><b>3.</b> [[σταθερός]], [[μόνιμος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[επαρκής]], [[αρκετός]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''διαρκής:''' -ές,<br /><b class="num">1.</b> [[αρκετός]], [[επαρκής]], [[υπεραρκετός]], σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> [[συνεχής]], [[μόνιμος]], [[διαρκής]], [[αδιάκοπος]], [[επίμονος]], [[εξακολουθητικός]], σε Δημ.· επίρρ. -[[κῶς]], υπερθ. [[διαρκέστατα]], επαρκώς, αρκετά, ικανοποιητικά, σε Ξεν. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:12, 30 December 2018
English (LSJ)
ές,
A sufficient, χώρα Th.1.15; τροφή Arist.HA626a2, Thphr.CP1.11.6; δυνάμεις D.H.4.23, etc. 2 lasting, ὠφέλεια D.3.33; ἐπὶ πολύ D.H.6.54: Comp., Luc.Anach.24: Sup., with staying power, of an athlete, Paus.6.13.3; ἵπποι Them.Or.11.146a. Adv. -κῶς S.E.P. 3.115, Eun.Hist.p.209D., Demoph.Sent.10, etc.; δ. ἔχειν τι to be amply provided with, Procop.Pers.1.21, al.: Sup. διαρκέστατα ζῆν in complete competence, X.Mem.2.8.6.
German (Pape)
[Seite 599] ές, hinreichend; χώρα, Thuc. 1, 15; χρήματα καὶ σῖτος, 6, 90, u. Sp.; εἴς τι, Plut. Fab. Max. 11; πρός τι, Dion. Hal. 4, 23; auch = anhaltend, ὑετοί, Plut. – Adv., διαρκῶς; superl., διαρκέστατα ζῆν εἰς τὸ γῆρας Xen. Mem. 2, 8, 6.
Greek (Liddell-Scott)
διαρκής: -ές, ἀρκετός, ἱκανός, ἐπαρκής, sufficiens, χώρα Θουκ. 1. 15· τροφή Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 9. 40, 36· δ. πρός τι Διον. Ἁλ. 4. 23, κτλ. 2) συνεχής, μόνιμος, διαρκὴς (χρονικ.), durans, ὠφέλεια Δημ. 37. 28· ἐπὶ πολὺ Διον. Ἁλ. 6. 54·― ὑπερθ. διαρκέστατος Παυσ. 6. 13, 3.― Ἐπίρρ. -κῶς, ὑπερθ. διαρκέστατα ζῆν Ξεν. Ἀπομν. 2. 8, 6.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
1 suffisant ; particul. qui suffit aux besoins (des habitants);
2 qui se soutient, qui dure.
Étymologie: διά, ἀρκέω.
Spanish (DGE)
-ές
I 1c. idea de cantidad suficiente δ. χώρα territorio amplio, extenso Th.1.15, cf. 6.90, τροφή D.50.23, Arist.HA 626a2, Thphr.CP 1.11.6, cf. Ph.2.464, δυνάμεις D.H.4.23, ὑετοί Plu.Alex.27, ἀποθέσεις Luc.Hipp.5
•inagotable πηγή Gr.Thaum.Pan.Or.4.2, fig. λόγος Gr.Thaum.Pan.Or.4.30.
2 en sent. fís. resistente ἵπποι Them.Or.11.146a, σκῦτος Luc.Anach.24
•subst. τὸ διαρκέστατον la competición que requiere la máxima resistencia, e.e. la prueba de fondo Paus.6.13.3
•neutr. plu. como adv. con mucha resistencia ζῆν ... εἰς τὸ γέρας διαρκέστατα X.Mem.2.8.6.
3 ref. al tiempo duradero ὠφέλεια D.3.33, ἡ φύσις οὐκ ἐπὶ πολὺ δ. D.H.6.54
•continuo, constante ἡ πρὸς τὸν νοῦν αὐτοῦ δ. ἐπιστροφή Porph.Plot.8.23
•de pers. constante, perseverante ἕτεροι D.C.37.57.3.
II adv. -ῶς suficientemente συνάπτει Demoph.Sent.10, εἶχον Procop.Pers.1.21.8, cf. S.E.P.3.115, Eun.Hist.1.47.
Greek Monolingual
-ές (AM διαρκής, -ές)
1. αδιάκοπος, συνεχής, αδιάλειπτος
2. παρατεινόμενος για αρκετό χρόνο
3. σταθερός, μόνιμος
αρχ.
επαρκής, αρκετός.
Greek Monotonic
διαρκής: -ές,
1. αρκετός, επαρκής, υπεραρκετός, σε Θουκ.
2. συνεχής, μόνιμος, διαρκής, αδιάκοπος, επίμονος, εξακολουθητικός, σε Δημ.· επίρρ. -κῶς, υπερθ. διαρκέστατα, επαρκώς, αρκετά, ικανοποιητικά, σε Ξεν.