δεξιολάβος: Difference between revisions
Οὐκ ἔστιν αἰσχρὸν ἀγνοοῦντα μανθάνειν → Non est inhonestum ea, quae nescis, discere → nicht schändlich ist's, dass einer lernt, was er nicht weiß
(8) |
(3) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[δεξιολάβος]], ο (AM)<br /><b>1.</b> [[λογχοφόρος]]<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>δεξιολάβοι</i><br />φρουροί, φύλακες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δεξιός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>λάβος</i> <span style="color: red;"><</span> <b>(θ.)</b> <i>λαβ</i>- (<i>έλαβον</i>) του [[λαμβάνω]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[ακανθολάβος]], [[αστρολάβος]] <b>κ.ά.</b>)]. | |mltxt=[[δεξιολάβος]], ο (AM)<br /><b>1.</b> [[λογχοφόρος]]<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>δεξιολάβοι</i><br />φρουροί, φύλακες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δεξιός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>λάβος</i> <span style="color: red;"><</span> <b>(θ.)</b> <i>λαβ</i>- (<i>έλαβον</i>) του [[λαμβάνω]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[ακανθολάβος]], [[αστρολάβος]] <b>κ.ά.</b>)]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''δεξιολάβος:''' ὁ ([[λαμβάνω]]), [[λογχηφόρος]], [[τοξότης]], [[δορυφόρος]]· στον πληθ., φρουροί, σωματοφύλακες, σε Καινή Διαθήκη· άλλοι δεξιο-βόλοι, ακοντιστές. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:12, 30 December 2018
English (LSJ)
[ᾰ], ὁ,
A spearman: in pl., guards, Act.Ap. 23.23 (v.l. δεξιοβόλους).
German (Pape)
[Seite 546] ὁ, Schleuderer od. Schütze, N. T.
Greek (Liddell-Scott)
δεξιολάβος: ὁ, λογχοφόρος· κατὰ πληθ., φρουροί, φύλακες, Πράξ. Ἀποστ. κγ΄, 23 (ἔνθα ὁ Lachm. δεξιοβόλους), Ἰω. Λυδ. παρὰ Κωνστ. π. Θεμ. σ. 17, ἐκδ. Βόνν., Θεοφύλ. Σιμ. 91C.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
garde ou satellite d’un prince.
Étymologie: δεξιός, λαμβάνω.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ cierto guardián armado o lancero, Act.Ap.23.23, cf. EM 256.19G., Sud.
English (Strong)
from δεξιός and λαμβάνω; a guardsman (as if taking the right) or light-armed soldier: spearman.
English (Thayer)
δεξιολαβου, ὁ (δεξιός and λαμβάνω), a word unknown to the earlier writings, found in Constantinus Porphyrogenitus (900-999>10th century) de them. 1,1, who speaks of δεξιολαβοι, as a kind of soldiers, in company with bowmen (τοξοφοροι) and peltasts; (they are also mentioned by Theophylact Simocatta (hist. 4,1) in the 600-699>7th century; see the quotations in Meyer). Since in spearmen are referred to (carrying a lance in the right hand); and so the Vulg. has taken it. The great number spoken of conflicts with the interpretation of those who suppose them to be soldiers whose duty it was to guard captives bound by a chain on the right hand. Meyer at the passage understands them to be (either) javelin men (or slingers).
Greek Monolingual
δεξιολάβος, ο (AM)
1. λογχοφόρος
2. στον πληθ. δεξιολάβοι
φρουροί, φύλακες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δεξιός + -λάβος < (θ.) λαβ- (έλαβον) του λαμβάνω (πρβλ. ακανθολάβος, αστρολάβος κ.ά.)].
Greek Monotonic
δεξιολάβος: ὁ (λαμβάνω), λογχηφόρος, τοξότης, δορυφόρος· στον πληθ., φρουροί, σωματοφύλακες, σε Καινή Διαθήκη· άλλοι δεξιο-βόλοι, ακοντιστές.