δυσάλγητος: Difference between revisions
(9) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[δυσάλγητος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που προκαλεί σφοδρούς πόνους<br /><b>2.</b> [[αναίσθητος]], [[σκληρόκαρδος]]. | |mltxt=[[δυσάλγητος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που προκαλεί σφοδρούς πόνους<br /><b>2.</b> [[αναίσθητος]], [[σκληρόκαρδος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''δυσάλγητος:''' -ον ([[ἀλγέω]]), [[αναίσθητος]], [[σκληρόκαρδος]], [[ανάλγητος]], σε Σοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:20, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A hard to be borne, most painful, Eup. 410. II unfeeling, hard-hearted, S.OT12; δειλὸς ἢ δ. φρένας Id.Fr.952.
German (Pape)
[Seite 675] 1) unempfindlich, Soph. O. R. 12. – 2) sehr schmerzlich, Eupolis bei Poll. 3, 130.
Greek (Liddell-Scott)
δυσάλγητος: -ον, λίαν ἀλγεινός, ὡς τὸ προηγ., ἢ κατὰ τὸν Meineke, ὃν εἶναι δύσκολον νὰ βλάψῃ τις, Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 106. II. ἀναίσθητος, σκληροκάρδιος, ἀνάλγητος, Σοφ. Ο. Τ. 12· δειλὸς ἢ δυσάλγητος φρένας ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 689.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
insensible.
Étymologie: δυσ-, ἀλγέω.
Spanish (DGE)
-ον
I 1muy doloroso, insoportable Eup.446.
2 insensible δ. γὰρ ἂν εἴην ... οὐ κατοικτίρων S.OT 12, c. ac. de rel. ἢ δειλός ἐστιν ἢ δ. φρένας S.Fr.952.
II adv. -ως con gran dolor Cyr.Al.M.77.701B.
Greek Monolingual
δυσάλγητος, -ον (Α)
1. αυτός που προκαλεί σφοδρούς πόνους
2. αναίσθητος, σκληρόκαρδος.
Greek Monotonic
δυσάλγητος: -ον (ἀλγέω), αναίσθητος, σκληρόκαρδος, ανάλγητος, σε Σοφ.