δοριστέφανος: Difference between revisions
From LSJ
οἵ γε καὶ ἐν τῷ παρόντι ἀντιπάλως μᾶλλον ἢ ὑποδεεστέρως τῷ ναυτικῷ ἀνθώρμουν → whose navy, even as it was, faced the Athenian more as an equal than as an inferior
(9) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[δοριστέφανος]], -ον (Α)<br />[[στεφανωμένος]] για την πολεμική του [[ανδρεία]]. | |mltxt=[[δοριστέφανος]], -ον (Α)<br />[[στεφανωμένος]] για την πολεμική του [[ανδρεία]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''δοριστέφανος:''' -ον, αυτός που έχει στεφανωθεί για [[ανδρεία]] (που επέδειξε), [[νικηφόρος]], σε Ανθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:20, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A crowned for bravery, Σπάρτα ib.596.
German (Pape)
[Seite 658] speerumkränzt; Σπάρτα Ep. ad. 507 (IX, 596).
Greek (Liddell-Scott)
δοριστέφανος: -ον, στεφανωθεὶς ἐπὶ ἀνδρείᾳ, Σπάρτα Ἀνθ. Π. 9. 596.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
couronné pour sa vaillance, pour sa bravoure.
Étymologie: δόρυ, στέφανος.
Spanish (DGE)
(δοριστέφᾰνος) -ον
coronado por su valor guerrero Σπάρτα Lobo SHell.512.
Greek Monolingual
δοριστέφανος, -ον (Α)
στεφανωμένος για την πολεμική του ανδρεία.
Greek Monotonic
δοριστέφανος: -ον, αυτός που έχει στεφανωθεί για ανδρεία (που επέδειξε), νικηφόρος, σε Ανθ.