ἐναυξάνω: Difference between revisions
σκῆπτρον χρυσείοις ἥλοισι πεπαρμένον → sceptre pierced with golden studs, staff studded with golden nails
(11) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐναυξάνω]] (Α)<br />[[προκαλώ]] [[αύξηση]], [[αυξάνω]], [[μεγαλώνω]] («οἱ πόνοι... ἐπιθυμίαν ἀρετής ἐνηύξησαν», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>ἐναυξάνομαι</i><br />[[μεγαλώνω]], αυξάνομαι, [[αποκτώ]] [[επίδοση]] σε [[κάτι]]. | |mltxt=[[ἐναυξάνω]] (Α)<br />[[προκαλώ]] [[αύξηση]], [[αυξάνω]], [[μεγαλώνω]] («οἱ πόνοι... ἐπιθυμίαν ἀρετής ἐνηύξησαν», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>ἐναυξάνομαι</i><br />[[μεγαλώνω]], αυξάνομαι, [[αποκτώ]] [[επίδοση]] σε [[κάτι]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐναυξάνω:''' μέλ. <i>-αυξήσω</i>, [[αυξάνω]], [[μεγαλώνω]], σε Ξεν. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:40, 30 December 2018
English (LSJ)
aor. 1 ἐνηύξησα,
A increase, ἐπιθυμίαν ἀρετῆς X.Cyn.12.9:— Pass., c. dat., grow in... τρυφῇ Hdn.2.10.6; ἐναύξομαι, v. l. for ἀέξομαι, Emp.106.
German (Pape)
[Seite 830] (s. αὐξάνω), darin vermehren, wachsen lassen, οἱ πόνοι ἐπιθυμίαν ἀρετῆς ἐνηύξησαν Xen. Cyn. 12, 9. – Pass., darin zunehmen, τινί, Sp., wie Hdn. 2, 10, 6.
Greek (Liddell-Scott)
ἐναυξάνω: κάμνω τι ν’ αὐξήσῃ, οἱ πόνοι... ἐπιθυμίαν... ἀρετῆς ἐνηύξησαν Ξεν. Κύν. 12. 9. ― Παθ., μετὰ δοτ., αὐξάνομαι, μεγαλώνω ἔν τινι, ἐναυξηθέντες τρυφῇ Ἡρῳδιαν. 2. 10· οὕτως ἐναύξομαι, διάφ. γρ. ἀντὶ τοῦ ἀέξομαι, Ἐμπεδ. 375.
French (Bailly abrégé)
faire croître dans ; Pass. croître dans.
Étymologie: ἐν, αὐξάνω.
Spanish (DGE)
1 acrecentar, incrementar (οἱ πόνοι) ἐπιθυμίαν δ' ἀρετῆς ἐνηύξησαν X.Cyn.12.9.
2 intr., en v. med.-pas. crecer, acrecentarse c. dat. de limitación ἐναυξηθέντες τῇ δυσχερείᾳ τοῦ βίου Them.Or.6.81b, (τρυφῇ) ἐναυξηθέντες Hdn.2.10.6, ταύτῃ ἐνηυξήθη τῇ πίστει Gr.Nyss.Flacill.489.15.
Greek Monolingual
ἐναυξάνω (Α)
προκαλώ αύξηση, αυξάνω, μεγαλώνω («οἱ πόνοι... ἐπιθυμίαν ἀρετής ἐνηύξησαν», Ξεν.)
2. παθ. ἐναυξάνομαι
μεγαλώνω, αυξάνομαι, αποκτώ επίδοση σε κάτι.