ἐνθουσιώδης: Difference between revisions
Ὥσπερ αὐτοῦ τοῦ ἡλίου μὴ ὄντος καυστικοῦ, ἀλλ' οὔσης ζωτικῆς καὶ ζωοποιοῦ θέρμης ἐν αὐτῷ καὶ ἀπλήκτου, ὁ ἀὴρ παθητικῶς δέχεται τὸ ἀπ' αὐτοῦ ϕῶς καὶ καυστικῶς· οὕτως οὖν ἁρμονίας οὔσης ἐν αὐτοῖς τινὸς καὶ ἑτέρου εἴδους ϕωνῆς ἡμεῖς παθητικῶς ἀκούομεν → Just as although the Sun itself does not cause burning but has a heat in it that is life-giving, life-engendering, and mild, the air receives light from it by being affected and burned, so also although there is a certain harmony and a different kind of voice in them, we hear it by being affected.
(12) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ες (AM [[ἐνθουσιώδης]], -ες) [[ενθουσιάζω]]<br /><b>1.</b> ο [[γεμάτος]] ενθουσιασμό («οι ενθουσιώδεις κραυγές του πλήθους»)<br /><b>2.</b> αυτός που ενθουσιάζεται εύκολα («[[ενθουσιώδης]] [[νεολαία]], [[άνθρωπος]], [[τύπος]]» <b>κ.λπ.</b>)<br /><b>3.</b> αυτός που εμπνέεται από ενθουσιασμό. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ενθουσιωδώς</i><br />με τρόπο ενθουσιώδη, με ενθουσιασμό. | |mltxt=-ες (AM [[ἐνθουσιώδης]], -ες) [[ενθουσιάζω]]<br /><b>1.</b> ο [[γεμάτος]] ενθουσιασμό («οι ενθουσιώδεις κραυγές του πλήθους»)<br /><b>2.</b> αυτός που ενθουσιάζεται εύκολα («[[ενθουσιώδης]] [[νεολαία]], [[άνθρωπος]], [[τύπος]]» <b>κ.λπ.</b>)<br /><b>3.</b> αυτός που εμπνέεται από ενθουσιασμό. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ενθουσιωδώς</i><br />με τρόπο ενθουσιώδη, με ενθουσιασμό. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐνθουσιώδης:''' -ες ([[ἐνθουσιάω]], [[εἶδος]]), αυτός που κατέχεται από ενθουσιασμό, ενθουσιασμένος, [[περιχαρής]], σε Πλούτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:40, 30 December 2018
English (LSJ)
ες,
A ecstatic, ὁρμαί D.H. Comp.1, cf. Plu.Lyc.21; φοραί Id.Pyrrh.22, etc.; τὸ ἐ. Ph.1.689. Adv. -δῶς Hp.Ep.17, Sch.Il.Oxy.1086.41.
German (Pape)
[Seite 843] ες, begeistert, schwärmerisch, φοραί Plut. Pyrrh. 12, oft, u. Sp. – Adv., Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνθουσιώδης: -ες, κατεχόμενος ὑπὸ ἐνθουσιασμοῦ, πλήρης ἐνθουσιασμοῦ, Πλουτ. Λυκ. 21, Πύρρ. 12, κτλ. - Ἐπίρρ. -δῶς, Ἱππ. 1280. 26.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
saisi d’un transport divin, inspiré.
Étymologie: ἔνθεος, -ωδης.
Spanish (DGE)
-ες
I 1de inspiración divina πνεῦμα D.H.14.9, ὁρμαί del alma a la hora de componer, D.H.Comp.1.7, cf. Plu.Lyc.21
•ἐ.· furiosus, Gloss.3.334
•neutr. subst. τὸ ἐ. la inspiración divina Hld.6.14.4, πολὺ τὸ ἐ. μετὰ χορείας ἐμφαίνων ref. al ditirambo, Phot.Bibl.320b13.
2 de entusiasmo, entusiástico τὴν ἀνδρείαν φορὰς ... ἐνθουσιώδεις καὶ μανικὰς φερομένην Plu.Pyrrh.22
•neutr. subst. τὸ ἐ. el entusiasmo Ph.1.689, en el combate, Plu.2.452b.
II adv. -ῶς
1 por inspiración divina γράφειν ἐ. καὶ μεθ' ὁρμῆς Hp.Ep.17.3, παράφρων ἀποφθέγγεται πολλά τινα ἐ. Phleg.36.3.
2 frenéticamente, con agitación, desenfrenadamente ἐπὶ τοῦ αὐτοῦ τόπου ἐ. ὁρμᾶν Sch.Er.Il.2.780 (p.168), ἐ. ἐφέρετο Sch.A.R.4.1442a, ἐ. κινουμένου Hsch., cf. Phot.μ 38.
Greek Monolingual
-ες (AM ἐνθουσιώδης, -ες) ενθουσιάζω
1. ο γεμάτος ενθουσιασμό («οι ενθουσιώδεις κραυγές του πλήθους»)
2. αυτός που ενθουσιάζεται εύκολα («ενθουσιώδης νεολαία, άνθρωπος, τύπος» κ.λπ.)
3. αυτός που εμπνέεται από ενθουσιασμό.
επίρρ...
ενθουσιωδώς
με τρόπο ενθουσιώδη, με ενθουσιασμό.
Greek Monotonic
ἐνθουσιώδης: -ες (ἐνθουσιάω, εἶδος), αυτός που κατέχεται από ενθουσιασμό, ενθουσιασμένος, περιχαρής, σε Πλούτ.