ἐξημοιβός: Difference between revisions

From LSJ

ἐπ' ἀλλήλοισιν ἀμφικείμενοι → locked in each other's arms, clinging to one another

Source
(12)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐξημοιβός]], -όν (Α)<br />ο [[χρήσιμος]] για [[αλλαγή]] («εἵματο τ' ἐξημοιβά», <b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>εξ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ημοιβός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[αμείβω]]), με [[λειτουργία]] του νόμου «εκτάσεως εν συνθέσει»].
|mltxt=[[ἐξημοιβός]], -όν (Α)<br />ο [[χρήσιμος]] για [[αλλαγή]] («εἵματο τ' ἐξημοιβά», <b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>εξ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ημοιβός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[αμείβω]]), με [[λειτουργία]] του νόμου «εκτάσεως εν συνθέσει»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐξημοιβός:''' -όν ([[ἐξαμείβω]]), αυτός που χρησιμεύει για [[αλλαγή]], <i>εἵματα δ' ἐξημοιβά</i>, αλλαγές ενδυμάτων, σε Ομήρ. Οδ.
}}
}}

Revision as of 22:44, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξημοιβός Medium diacritics: ἐξημοιβός Low diacritics: εξημοιβός Capitals: ΕΞΗΜΟΙΒΟΣ
Transliteration A: exēmoibós Transliteration B: exēmoibos Transliteration C: eksimoivos Beta Code: e)chmoibo/s

English (LSJ)

όν, (ἐξαμείβω)

   A serving for change, εἵματα δ' ἐξημοιβά changes of raiment, Od.8.249; τεύχεα Q.S.7.437; ἐξημοιβαί· ἕτεπαι, Hsch. ἐξήνεγκα, ἐξήνεγκον, v. ἐκφέρω.

German (Pape)

[Seite 881] umgewechselt, εἵματα, Kleider zum Wechseln, Od. 8, 249 u. sp. D., wie Qu. Sm. 7, 437.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξημοιβός: -όν, (ἐξαμείβω) χρησιμεύων πρὸς ἀλλαγὴν (πρβλ. ἐπημοιβός), εἵματα δ’ ἐξοιμηβά, «ἀλλασσόμενα, ἐξ ἀμοιβῆς φορούμενα» (Σχόλ.), Ὀδ. Θ. 249· τεύχεα Κόϊντ. Σμ. 7. 437.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
de rechange.
Étymologie: ἐξαμείβω.

English (Autenrieth)

(ἀμείβω): neut. pl., for change, changes of raiment, Od. 8.249†.

Greek Monolingual

ἐξημοιβός, -όν (Α)
ο χρήσιμος για αλλαγή («εἵματο τ' ἐξημοιβά», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + -ημοιβός (< αμείβω), με λειτουργία του νόμου «εκτάσεως εν συνθέσει»].

Greek Monotonic

ἐξημοιβός: -όν (ἐξαμείβω), αυτός που χρησιμεύει για αλλαγή, εἵματα δ' ἐξημοιβά, αλλαγές ενδυμάτων, σε Ομήρ. Οδ.