ἐπείσοδος: Difference between revisions

From LSJ

ἠργάζετο τῷ σώματι μισθαρνοῦσα τοῖς βουλομένοις αὐτῇ πλησιάζειν → she lived as a prostitute letting out her person for hire to those who wished to enjoy her, she worked with her body by hiring herself out to anyone who wanted to have sex with her

Source
(13)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπείσοδος]], η (AM) [[είσοδος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[επεισόδιο]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[προσέγγιση]], [[προσέλευση]].
|mltxt=[[ἐπείσοδος]], η (AM) [[είσοδος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[επεισόδιο]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[προσέγγιση]], [[προσέλευση]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐπείσοδος:''' ἡ, [[έλευση]], [[ερχομός]], [[είσοδος]], [[μπάσιμο]], σε Σοφ.
}}
}}

Revision as of 22:48, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπείσοδος Medium diacritics: ἐπείσοδος Low diacritics: επείσοδος Capitals: ΕΠΕΙΣΟΔΟΣ
Transliteration A: epeísodos Transliteration B: epeisodos Transliteration C: epeisodos Beta Code: e)pei/sodos

English (LSJ)

ἡ,

   A coming in besides, approach, S.OC730, Fr.273; entrance from without, Epicur.Nat.21 G., Placit. 4.22.1; ἀέρος ψυχροῦ Orib.Fr.38; ἀθέων λογισμῶν Ph.1.76.

German (Pape)

[Seite 912] ἡ, das Dazukommen, die Dazwischenkunft, Soph. O. C. 734 u. Sp., wie Plut. – Bei Tzetz. = ἐπεισόδιον.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπείσοδος: ἡ, ἐπέλευσις, ἔλευσις, Σοφ. Ο. Κ. 730, Ἀποσπ. 259, Πλούτ. 2. 903D.

French (Bailly abrégé)

ου (ἡ) :
1 intervention;
2 action de s’introduire.
Étymologie: ἐπί, εἴσοδος.

Greek Monolingual

ἐπείσοδος, η (AM) είσοδος
μσν.
επεισόδιο
αρχ.
προσέγγιση, προσέλευση.

Greek Monotonic

ἐπείσοδος: ἡ, έλευση, ερχομός, είσοδος, μπάσιμο, σε Σοφ.