ἐπαφρίζω: Difference between revisions

From LSJ

γυναιξὶ πάσαις κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → silence for all women is an ornament (Menander)

Source
(13)
(4)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπαφρίζω]] (AM)<br />[[αφρίζω]] στην [[επιφάνεια]] («γροῡς καὶ τὸ ἐπαφρίζον ταῑς χύτραις», <b>Ευστ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[απορρίπτω]] ως αφρό («κύματα... θαλάσσης ἐπαφρίζοντα τὰς ἑαυτῶν αἰσχύνας», ΚΔ).
|mltxt=[[ἐπαφρίζω]] (AM)<br />[[αφρίζω]] στην [[επιφάνεια]] («γροῡς καὶ τὸ ἐπαφρίζον ταῑς χύτραις», <b>Ευστ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[απορρίπτω]] ως αφρό («κύματα... θαλάσσης ἐπαφρίζοντα τὰς ἑαυτῶν αἰσχύνας», ΚΔ).
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐπαφρίζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[αφρίζω]] πάνω ή στην [[επιφάνεια]], σε Μόσχ.
}}
}}

Revision as of 22:48, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπαφρίζω Medium diacritics: ἐπαφρίζω Low diacritics: επαφρίζω Capitals: ΕΠΑΦΡΙΖΩ
Transliteration A: epaphrízō Transliteration B: epaphrizō Transliteration C: epafrizo Beta Code: e)pafri/zw

English (LSJ)

   A foam up or on the surface, Mosch.Fr.1, Nic.Al. 32.    2 c. acc., foam out, αἰσχύνας Ep.Jud. 13.

German (Pape)

[Seite 907] dasselbe; Mosch. 5, 5; Nic. Al. 31.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπαφρίζω: παράγω ἀφρὸν ἐπάνω ἢ ἐπὶ τῆς ἐπιφανείας, Μόσχ. 5. 5, Νικ. Ἀλεξιφ. 32.

French (Bailly abrégé)

se couvrir d’écume.
Étymologie: ἐπί, ἀφρίζω.

English (Strong)

from ἐπί and ἀφρίζω; to foam upon, i.e. (figuratively) to exhibit (a vile passion): foam out.

English (Thayer)

to foam up (Mosch. 5,5); to cast out as foam, foam out: τί, κύματα ἐπαφρίζοντα τάς ἑαυτῶν αἰσχύνας, i. e. (dropping the figure) impelled by their restless passions, they unblushingly exhibit, in word and deed, their base and abandoned spirit; cf. Isaiah 57:20.

Greek Monolingual

ἐπαφρίζω (AM)
αφρίζω στην επιφάνεια («γροῡς καὶ τὸ ἐπαφρίζον ταῑς χύτραις», Ευστ.)
αρχ.
απορρίπτω ως αφρό («κύματα... θαλάσσης ἐπαφρίζοντα τὰς ἑαυτῶν αἰσχύνας», ΚΔ).

Greek Monotonic

ἐπαφρίζω: μέλ. -σω, αφρίζω πάνω ή στην επιφάνεια, σε Μόσχ.