ἐπαπειλέω: Difference between revisions

From LSJ

φωνὰ τύ τίς ἐσσι καὶ οὐδὲν ἄλλο → it's all voice you are, and nothing else | it's all voice ye are, and nought else

Source
(Autenrieth)
(4)
Line 21: Line 21:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=aor. ἐπηπείλησα: [[direct]] threats [[against]], [[threaten]], τινί (τι).
|auten=aor. ἐπηπείλησα: [[direct]] threats [[against]], [[threaten]], τινί (τι).
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐπᾰπειλέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[κρατώ]], [[παρουσιάζω]] [[κάτι]] ως [[απειλή]] προς κάποιον, <i>τί τινι</i>, σε Όμηρ., Ηρόδ., Σοφ.· με δοτ. μόνο, [[απειλώ]], [[φοβερίζω]], σε Ομήρ. Ιλ.· με απαρ., [[απειλώ]] ότι θα κάνω [[κάτι]], σε Ηρόδ., Σοφ.· με [[απαλοιφή]] του απαρ., <i>ὡς ἐπαπείλησεν</i>, όπως απείλησε, σε Ομήρ. Ιλ. — Παθ., απειλούμαι, σε Σοφ.
}}
}}

Revision as of 22:48, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπᾰπειλέω Medium diacritics: ἐπαπειλέω Low diacritics: επαπειλέω Capitals: ΕΠΑΠΕΙΛΕΩ
Transliteration A: epapeiléō Transliteration B: epapeileō Transliteration C: epapeileo Beta Code: e)papeile/w

English (LSJ)

   A hold out as a threat to one, λῆγ' ἔριδος, τὴν πρῶτον ἐπηπείλησ' Ἀχιλῆϊ Il.1.319; ἀπειλάων τὰς -ησε Od.13.127, cf. Hdt.6.32; δείν' ἐ. ἔπη S.Aj.312, etc.    2 c. dat. only, threaten, ἐπαπειλήσας Ἑλένῳ Il.13.582.    3 c. fut. inf., threaten to do, Hdt.1.189, S.El. 779, Ar.Av.630: but the inf. is freq. omitted, ὥς ποτ' ἐπηπείλησεν as he threatened, Il.14.45, cf. S.Ant.752, Antim.24.    4 ἐ. εἰ μὴ . . X. An.6.2.7.    5 Pass., πρὸς σοῦ τὰ δείν' . . ἐπηπειλημένοι threatened, S.Ant.408.

German (Pape)

[Seite 904] drohen, τινί, Il. 13, 582 u. öfter. Einem Etwas androhen, ἔριν Ἀχιλῆϊ 1, 319; ἀπειλὰς Ὀδυσῆϊ Od. 13, 127; wie Her. 6, 32; ἐμοὶ τὰ δείν' ἐπηπείλησ' ἔπη Soph. Ai. 312, τὴν ζημίαν Plat. Legg. IV, 719 e; absolut, Il. 14, 45; Soph. Ant. 752; Xen. An. 6, 2, 7; auch δείν' ἐπηπείλει τελεῖν Soph. El. 779, wie Her. 1, 189.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπαπειλέω: ἐπισείω τι ὡς ἀπειλὴν πρός τινα, τινί τι: - οὐδ’ Ἀγαμέμνων λῆγ’ ἔριδος, τὴν πρῶτον ἐπηπείλησ’ Ἀχιλῆϊ Ἰλ. Α. 319, πρβλ. Ὀδ. Ν. 127· οὕτως Ἡρόδ. 6. 32 καὶ Σοφ. ἐν Αἴ. 312, κλ. 2) μετὰ δοτ. μόνον, ἀπειλῶ, «φοβερίζω», ἐπαπειλήσας Ἑλένῳ Ἰλ. Ν. 582. 3) μετ’ ἀπαρ., ἀπειλῶ ὅτι θὰ κάμω τι, Ἡρόδ. 1. 189, Σοφ. Ἠλ. 779, Ἀριστοφ. Ὄρν. 629· ἀλλὰ τὸ ἀπαρ. συχνάκις παραλείπεται, ὥς ποτ’ ἐπηπείλησεν ἐνὶ Τρώεσσ’ ἀγορεύων Ἰλ. Ξ. 45, πρβλ. Σοφ. Ἀντ. 752. 4) καὶ ἐπαπειλεῖν, εἰ μὴ ποιήσαιεν ταῦτα, ὅτι προσέτι καὶ ἠπείλει, Ξεν. Ἀν. 5. 10, 7. 5) Παθ., πρὸς σοῦ τὰ δείν’ ἐκεῖν’ ἐπηπειλημένοι Σοφ. Ἀντιγ. 408.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
lancer une menace contre : τινί τι menacer qqn de qch ; πρός σου τὰ δείν’ ἐπηπειλημένοι SOPH menacés par toi de châtiments terribles.
Étymologie: ἐπί, ἀπειλέω.

English (Autenrieth)

aor. ἐπηπείλησα: direct threats against, threaten, τινί (τι).

Greek Monotonic

ἐπᾰπειλέω: μέλ. -ήσω, κρατώ, παρουσιάζω κάτι ως απειλή προς κάποιον, τί τινι, σε Όμηρ., Ηρόδ., Σοφ.· με δοτ. μόνο, απειλώ, φοβερίζω, σε Ομήρ. Ιλ.· με απαρ., απειλώ ότι θα κάνω κάτι, σε Ηρόδ., Σοφ.· με απαλοιφή του απαρ., ὡς ἐπαπείλησεν, όπως απείλησε, σε Ομήρ. Ιλ. — Παθ., απειλούμαι, σε Σοφ.