ἐπιβλής: Difference between revisions
Πολλοὺς τρέφειν εἴωθε τἀδικήματα → Multos consuevit alere iniuria et nefas → Gar viele sind's, die Unrechttun zu nähren pflegt
(13) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐπιβλής]], ο (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που προεξέχει<br /><b>2.</b> [[σύρτης]], [[μάνταλο]] της πόρτας<br /><b>3.</b> διασταυρούμενο [[δοκάρι]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[ἄκρον]] ἐπιβλῆτος» — η [[βάλανος]] του πέους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[βλής]] «[[πεταμένος]]»]. | |mltxt=[[ἐπιβλής]], ο (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που προεξέχει<br /><b>2.</b> [[σύρτης]], [[μάνταλο]] της πόρτας<br /><b>3.</b> διασταυρούμενο [[δοκάρι]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[ἄκρον]] ἐπιβλῆτος» — η [[βάλανος]] του πέους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[βλής]] «[[πεταμένος]]»]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐπιβλής:''' -ῆτος, ὁ ([[ἐπιβάλλω]]), [[μοχλός]] που προσαρμόζεται, εφαρμόζει μέσα σε [[κοίλωμα]], σε Ομήρ. Ιλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:52, 30 December 2018
English (LSJ)
ῆτος, ὁ,
A bolt or bar fitting into a socket, Il.24.453; sens. obsc., AP5.241 (Eratosth.). II. cover, ib.7.479 (Theodorid.). III. ἡ ἐ. (sc. δοκός) cross-beam, Lys.Fr.175 S., IG11.144A58 (Delos, iv B.C.), 22.463.62, 1672.193.
German (Pape)
[Seite 929] ῆτος, ὁ, der vorgeschobene Balken od. Thürriegel, Il. 24, 453; Harpocr. aus Lys. erkl. δοκός. Aehnl. mit obscöner Zweideutigkeit Eratosth. Schol. 1 (V, 242). Bei Theodorid. 18 (VII, 479) πέτρος γυρὴ καὶ ἄτριπτος ἐπιβλής ist es wohl adj. zu nehmen.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιβλής: ῆτος, ὁ, (ἐπιβάλλω) «ὁ τῇ θύρα ἐπιβαλλόμενος μοχλὸς» (Σχόλ.), θύρην δ’ ἔχε μοῦνος ἐπιβλὴς εἰλάτινος Ἰλ. Ω. 453.- Καθ’ Ἁρποκρ. «ἐπιβλής εστιν, ὡς μὲν Τιμαχίδας φησι, δοκὸς, ὡς δέ φησι Κλείταρχος ὁ γλωσσογράφος ποιά τις δοκός», πρβλ. καὶ Ἡσύχ. ἐν λ.·- ἐπὶ αἰσχρᾶς ἐννοίας, ἄκρον ἐπιβλῆτος μεσσόθι πηξάμενος Ἀνθ. Π. 5. 242, 6. ΙΙ. ὡς ἐπίθ. = ἐπίβλητος, Ἀνθ. Π. 7. 479.
French (Bailly abrégé)
ῆτος (ὁ) :
verrou.
Étymologie: ἐπιβάλλω.
English (Autenrieth)
ῆτος (ἐπιβάλλω): bar, of gate or door, Il. 24.453†. (See cut No. 56, and the adjacent representation of Egyptian doors; see also No. 29.)
Greek Monolingual
ἐπιβλής, ο (Α)
1. αυτός που προεξέχει
2. σύρτης, μάνταλο της πόρτας
3. διασταυρούμενο δοκάρι
4. φρ. «ἄκρον ἐπιβλῆτος» — η βάλανος του πέους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + βλής «πεταμένος»].
Greek Monotonic
ἐπιβλής: -ῆτος, ὁ (ἐπιβάλλω), μοχλός που προσαρμόζεται, εφαρμόζει μέσα σε κοίλωμα, σε Ομήρ. Ιλ.