ἐπίδειξις: Difference between revisions

From LSJ

τὸ δανείζεσθαι τῆς ἐσχάτης ἀφροσύνης καὶ μαλακίας ἐστίν → being in debt is a mark of extreme folly and moral weakness (Plutarch, On Avoiding Debt 829F3)

Source
(Bailly1_2)
(4)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>1</b> exhibition : ἔρχεσθαί τινι [[εἰς]] ἐπίδειξιν AR se laisser voir à qqn ; <i>fig.</i> [[ἐς]] ἐπίδεξιν <i>(ion.)</i> ἀνθρώπων ἀπικέσθαι HDT en venir à être connu des hommes, devenir notoire <i>en parl. d’un événement</i>;<br /><b>2</b> <i>en mauv. part</i> étalage, ostentation ; <i>particul.</i> discours d’apparat, déclamation;<br /><b>3</b> preuve, <i>en gén.</i> spécimen, exemple : λόγων ἐπίδειξίν τινα ποιήσασθαι DÉM donner un spécimen de son talent de parole ; preuve : χρηστότητος PLUT de bonté.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπιδείκνυμι]].
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>1</b> exhibition : ἔρχεσθαί τινι [[εἰς]] ἐπίδειξιν AR se laisser voir à qqn ; <i>fig.</i> [[ἐς]] ἐπίδεξιν <i>(ion.)</i> ἀνθρώπων ἀπικέσθαι HDT en venir à être connu des hommes, devenir notoire <i>en parl. d’un événement</i>;<br /><b>2</b> <i>en mauv. part</i> étalage, ostentation ; <i>particul.</i> discours d’apparat, déclamation;<br /><b>3</b> preuve, <i>en gén.</i> spécimen, exemple : λόγων ἐπίδειξίν τινα ποιήσασθαι DÉM donner un spécimen de son talent de parole ; preuve : χρηστότητος PLUT de bonté.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπιδείκνυμι]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐπίδειξις:''' Ιων. [[ἐπίδειξις]], -εως, ἡ (ἐπι-[[δείκνυμι]]),·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[παρουσίαση]], [[επίδειξη]], [[γνωστοποίηση]], [[έκθεση]], <i>ἐς ἐπίδεξιν ἀνθρώπων ἀπίκετο</i>, έγινε πασίγνωστο, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> [[επίδειξη]], [[παρουσίαση]], σε Θουκ.· <i>ἐπ. ποιεῖσθαι</i>, κάνω [[επίδειξη]] στρατιωτικής ισχύος, με στρατιωτική [[σημασία]], στον ίδ.· [[ἐλθεῖν]] εἰς ἐπίδειξίν τινι, [[έρχομαι]], [[προσέρχομαι]] για να παρουσιάσω, για να επιδείξω τον εαυτό μου σε κάποιον, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">3.</b> [[επιδεικτικός]] [[λόγος]], [[ρητορεία]], [[δημηγορία]], σε Θουκ., Πλάτ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> [[παράδειγμα]], [[πρότυπο]], Λατ. [[specimen]], σε Ευρ., Αισχίν.
}}
}}

Revision as of 22:52, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπίδειξις Medium diacritics: ἐπίδειξις Low diacritics: επίδειξις Capitals: ΕΠΙΔΕΙΞΙΣ
Transliteration A: epídeixis Transliteration B: epideixis Transliteration C: epideiksis Beta Code: e)pi/deicis

English (LSJ)

Ion. ἐπίδεξις, εως, ἡ,

   A showing forth, making known, τοῦτο ἐς ἐ. ἀνθρώπων ἀπίκετο became notorious, Hdt.2.46.    2. exhibition, display, demonstration, τῆς δυνάμεως Th.6.31; ἐ. ποιεῖσθαι, of a military demonstration, Id.3.16; ἓν τοῦτ' ἦν τῆς ἐ. showing off, Pl. Grg.447c: generally, ἐ. ποιήσασθαι ᾗ . . exhibit how... Id.Phd.99d; ἐλθεῖν εἰς ἐπίδειξίν τινι come to display oneself to one, Ar.Nu.269; ἡ ἐ. (sc. τοῦ κάλλους) X.Mem.3.11.2; ἐ. ποιήσασθαι τῆς σοφίας Arist. Pol.1259a19.    3. esp. λόγων ἐ. ποιεῖσθαι D.18.280: abs., set speech, declamation, Th.3.42; ἐ. ποιήσασθαι Pl.Grg.447c, cf. Isoc.4.17, 5.17: pl., SIG577.53 (Milet., iii/ii B.C.), 775.3 (Delph., i B.C.).    b. name of a trireme at Athens, IG22.1623.144.    4. proof, Men.161.2 (pl.), PTaur.1.1 vii 7 (pl., ii B.C.), etc.    II. example, ἐπίδειξις Ἑλλάδι an example to Greece, E.Ph.871; ἐπίδειξιν ποιεῖσθαί τινι ὡς . . give a sign or proof that... Aeschin.1.47.

German (Pape)

[Seite 935] ἡ, ion. ἐπίδεξις, das Aufweisen, Vorzeigen, zur Schau Stellen, Probe; αἵ θ' αἱματωποὶ δεργμάτων διαφθοραὶ θεῶν σόφισμα κἀπίδειξις Έλλάδι Eur. Phoen. 871, ein Beweis von der Strafe der Götter; Xen. Mem. 3, 12, 1; ἀνδρῶν καὶ ὅπλων καὶ ἵππων, Truppenschau, Cyr. 8, 6, 15; vgl. Thuc. 6, 31; τὴν πονηρίας ποιούμενος Dem. 25, 50; – bes. ein Vortrag, mit dem man seine Gelehrsamkeit od. Beredsamkeit zeigen will, ποιεῖσθαι, einen solchen Vortrag halten, Plat. Gorg. 447 c; ἠκηκόειν παρὰ Προδίκου τὴν πεντηκοντάδραχμον ἐπίδειξιν Crat. 384 b; λόγων καὶ φωνασκίας Dem. 18, 280; – Beweis, τῶν ἄλλων τὴν ἐπίδειξιν ἡμῖν εἰς αὖθις ἀπόθεσθον Plat. Euthyd. 275 a; ἐπίδειξιν ποιεῖσθαι, beweisen, Phaed. 99 d Soph. 217 e; bei Thuc. 3, 16 eine militairische Demonstration machen; ἐπίδειξιν λαμβάνειν, eine Prüfung anstellen, Plut. Sert. 14; – τοῦτο ἐς ἐπίδεξιν ἀνθρώπων ἀπίκετο, es kam zur Kenntniß der Menschen, Her. 2, 46.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίδειξις: Ἰων. ἐπίδεξις, εως, ἡ, τὸ ἐπιδεικνύναι, γνωστὸν ποιεῖσθαι, τοῦτο ἐς ἐπ. ἀνθρώπων ἀπίκετο, ἐγένετο περιβόητον, Ἡρόδ. 2. 46. 2) τὸ παρέχειν τι ὁρᾶν πρὸς ἐπίδειξιν, ἐπίδειξις, καὶ εἰς τοὺς ἄλλους Ἕλληνας ἐπίδειξιν μᾶλλον εἰκασθῆναι τῆς δυνάμεως... ἢ ἐπὶ πολεμίους παρασκευὴν Θουκ. 6. 31· ἐπ. ποιεῖσθαι, ἐπὶ στρατιωτικῆς ἐννοίας, ὁ αὐτ. 3 16· ἐλθεῖν εἰς ἐπίδειξίν τινι Ἀριστοφ. Νεφ. 269, πρβλ. Ξεν. Ἀπομν. 3. 11, 2· ἐπ. ποιεῖσθαι τῆς σοφίας Ἀριστ. Πολιτικ. 1. 11, 10. 3) ἰδίως, λόγων ἐπ. ποιεῖσθαι Δημ. 319. 9· καὶ ἀπολ., ἀγόρευσις πρὸς ἐπίδειξιν, ἀπαγγελία, Θουκ. 3. 42, Πλάτ. Γοργ. 447C· ἐπ. ποιεῖσθαι Ἰσοκρ. 44Α, 85D, Πλάτ. Φαῖδρ. 99D, κλ. ΙΙ. παράδειγμα, Λατ. specimen, ἐπίδειξις Ἑλλάδι, παράδειγμα εἰς τὴν Ἑλλάδα, Εὐρ. Φοίν. 871· ἐπίδειξιν ποιεῖσθαί τινι ὡς..., παρέχει σημεῖον ἢ ἀπόδειξιν ὡς…, Αἰσχίν. 7. 23.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
1 exhibition : ἔρχεσθαί τινι εἰς ἐπίδειξιν AR se laisser voir à qqn ; fig. ἐς ἐπίδεξιν (ion.) ἀνθρώπων ἀπικέσθαι HDT en venir à être connu des hommes, devenir notoire en parl. d’un événement;
2 en mauv. part étalage, ostentation ; particul. discours d’apparat, déclamation;
3 preuve, en gén. spécimen, exemple : λόγων ἐπίδειξίν τινα ποιήσασθαι DÉM donner un spécimen de son talent de parole ; preuve : χρηστότητος PLUT de bonté.
Étymologie: ἐπιδείκνυμι.

Greek Monotonic

ἐπίδειξις: Ιων. ἐπίδειξις, -εως, ἡ (ἐπι-δείκνυμι),·
I. 1. παρουσίαση, επίδειξη, γνωστοποίηση, έκθεση, ἐς ἐπίδεξιν ἀνθρώπων ἀπίκετο, έγινε πασίγνωστο, σε Ηρόδ.
2. επίδειξη, παρουσίαση, σε Θουκ.· ἐπ. ποιεῖσθαι, κάνω επίδειξη στρατιωτικής ισχύος, με στρατιωτική σημασία, στον ίδ.· ἐλθεῖν εἰς ἐπίδειξίν τινι, έρχομαι, προσέρχομαι για να παρουσιάσω, για να επιδείξω τον εαυτό μου σε κάποιον, σε Αριστοφ.
3. επιδεικτικός λόγος, ρητορεία, δημηγορία, σε Θουκ., Πλάτ. κ.λπ.
II. παράδειγμα, πρότυπο, Λατ. specimen, σε Ευρ., Αισχίν.