ἐπίπαν: Difference between revisions

From LSJ

καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)

Source
(13)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπίπαν]] και ἐπὶ πᾱν (AM)<br /><b>επίρρ.</b> γενικά, εν όλω, ως επί το πλείστον («νηῡς [[ἐπίπαν]] μάλιστά κῃ κατανύει ἐν μακρημερίῃ ὀργυιὰς ἐπτακισμυρίας», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> εξ ολοκλήρου, [[κυρίως]] («Λυδῶν [[ὄχλος]], οἵ τ’ [[ἐπίπαν]] ἠπειρογενές κατέχουσιν [[ἔθνος]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[περίπου]], [[τουλάχιστον]]<br /><b>3.</b> ως ουδ. του επιθ. [[επίπας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> <i>παν</i>].
|mltxt=[[ἐπίπαν]] και ἐπὶ πᾱν (AM)<br /><b>επίρρ.</b> γενικά, εν όλω, ως επί το πλείστον («νηῡς [[ἐπίπαν]] μάλιστά κῃ κατανύει ἐν μακρημερίῃ ὀργυιὰς ἐπτακισμυρίας», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> εξ ολοκλήρου, [[κυρίως]] («Λυδῶν [[ὄχλος]], οἵ τ’ [[ἐπίπαν]] ἠπειρογενές κατέχουσιν [[ἔθνος]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[περίπου]], [[τουλάχιστον]]<br /><b>3.</b> ως ουδ. του επιθ. [[επίπας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> <i>παν</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐπίπαν:''' ή ἐπίπᾶν, επίρρ.:<br /><b class="num">1.</b> συνολικά, εν γένει, γενικά, κατά [[μέσο]] όρο, σε Ηρόδ., Θουκ.· ὡς [[ἐπίπαν]], επίσης, <i>τὸ ἐπ</i>. και <i>ὡς τὸ ἐπ</i>., σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> εξ ολοκλήρου, σε Αισχύλ.
}}
}}

Revision as of 22:56, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπίπαν Medium diacritics: ἐπίπαν Low diacritics: επίπαν Capitals: ΕΠΙΠΑΝ
Transliteration A: epípan Transliteration B: epipan Transliteration C: epipan Beta Code: e)pi/pan

English (LSJ)

or ἐπὶ πᾶν,

   A v. ἐπί.    II. Adj. ἐπίπαντες, v. ἐπίπας.

German (Pape)

[Seite 968] im Ganzen, Allgemeinen, überhaupt, Aesch. Pers. 42 Suppl. 802; Plat. Epin. 986 e; ὡς ἐπίπαν, gewöhnlich, Pol. u. A.; ὡς τὸ ἐπίπαν Her. 7, 50, 1; εἰς ἐπίπαν Xenophan. bei Ath. XII, 526 h.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίπαν: ἢ ἐπὶ πᾶν, Ἐπίρρ., ἐν συνόλῳ, καθόλου, ἐν γένει, περίπου, συνήθως, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον, κατὰ μέσον ὅρον, Ἡρόδ. 4. 86, Θουκ. 5. 68· ἔωθε γὰρ τοῦτο ὡς ἐπίπαν ποιέειν πρὸς τὸν ζέφυρον Ἡρόδ. 2. 68· τὸ ἐπ. 6. 46· ὡς τὸ ἐπ. 7. 50, 1· εἰς ἐπ. Ξενοφάν. 3. 4. 2) ἐξ ὁλοκλήρου, ἁβροδιαίτων δ᾿ ἕπεται Λυδῶν ὄχλος, οἵτ᾿ ἐπίπαν ἠπειρογενὲς κατέχουσιν ἔθνος, «οἱ δι᾿ ὅλου τὴν ἤπειρον οἰκοῦντες» (Σχόλ.). Αἰσχύλ. Πέρσ. 42, Ἱκέτ. 822. 3) περίπου, τοὐλάχιστον, τετραδάκτυλον τὸ ἐπ. Ἱππ. π. Ἄρθρ. 783. ΙΙ. ἐπίθ. ἐπίπαντες, πληθ., ἀπαντᾷ ἐν Ἐπιγρ. Κρήτης ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 2555. ᾱ Ἀττ., Αἰσχύλ. Πέρσ. ἔνθ᾿ ἀνωτ., Meineke εἰς Μένανδ. σ. 51.

French (Bailly abrégé)

adv.
1 en général : ὡς ἐπίπαν, τὸ ἐπίπαν, ὡς τὸ ἐπίπαν en général, d’ordinaire;
2 tout à la fois, tous ensemble.
Étymologie: ἐπί, πᾶν.

Greek Monolingual

ἐπίπαν και ἐπὶ πᾱν (AM)
επίρρ. γενικά, εν όλω, ως επί το πλείστον («νηῡς ἐπίπαν μάλιστά κῃ κατανύει ἐν μακρημερίῃ ὀργυιὰς ἐπτακισμυρίας», Ηρόδ.)
αρχ.
1. εξ ολοκλήρου, κυρίως («Λυδῶν ὄχλος, οἵ τ’ ἐπίπαν ἠπειρογενές κατέχουσιν ἔθνος», Αισχύλ.)
2. περίπου, τουλάχιστον
3. ως ουδ. του επιθ. επίπας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + παν].

Greek Monotonic

ἐπίπαν: ή ἐπίπᾶν, επίρρ.:
1. συνολικά, εν γένει, γενικά, κατά μέσο όρο, σε Ηρόδ., Θουκ.· ὡς ἐπίπαν, επίσης, τὸ ἐπ. και ὡς τὸ ἐπ., σε Ηρόδ.
2. εξ ολοκλήρου, σε Αισχύλ.