ἐσύστερον: Difference between revisions
From LSJ
Πονηρός ἐστι πᾶς ἀχάριστος ἄνθρωπος → Ingratus omnis homo non est, quin sit malus → Ein jeder Mensch, der Dankbarkeit nicht kennt, ist schlecht
(14) |
(4) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐσύστερον]] (Α)<br />(επίρρ. [[αντί]] ἐς [[ὕστερον]]) στο [[μέλλον]], από 'δω και [[πέρα]], ύστερα, [[κατόπιν]] («ἡ [[ἐσύστερον]] ἐπελθοῡσα [[γυνή]]», <b>Ηρόδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> «Σύνθετο εκ συναρπαγής» από τη [[φράση]] <i>ες ύστερον</i>]. | |mltxt=[[ἐσύστερον]] (Α)<br />(επίρρ. [[αντί]] ἐς [[ὕστερον]]) στο [[μέλλον]], από 'δω και [[πέρα]], ύστερα, [[κατόπιν]] («ἡ [[ἐσύστερον]] ἐπελθοῡσα [[γυνή]]», <b>Ηρόδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> «Σύνθετο εκ συναρπαγής» από τη [[φράση]] <i>ες ύστερον</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐσύστερον:''' επίρρ. αντί εἰς [[ὕστερον]], από εδώ κι [[εμπρός]], στο [[εξής]], [[εφεξής]], σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:00, 30 December 2018
English (LSJ)
Adv. for εἰς ὕστερον,
A hereafter, Od.12.126, Hdt.5.41 : better written divisim.
German (Pape)
[Seite 1045] wird besser ἐς ὕστερον geschrieben.
Greek (Liddell-Scott)
ἐσύστερον: Ἐπίρρ. ἀντὶ τοῦ ἐς ὕστερον, μετὰ ταῦτα, Ὀδ. Μ. 126 (ἔνθα νῦν γράφεται διῃρημένως ἐς ὕστερον), Ἡρόδ. 5. 41.
Greek Monolingual
ἐσύστερον (Α)
(επίρρ. αντί ἐς ὕστερον) στο μέλλον, από 'δω και πέρα, ύστερα, κατόπιν («ἡ ἐσύστερον ἐπελθοῡσα γυνή», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. «Σύνθετο εκ συναρπαγής» από τη φράση ες ύστερον].
Greek Monotonic
ἐσύστερον: επίρρ. αντί εἰς ὕστερον, από εδώ κι εμπρός, στο εξής, εφεξής, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ.