εὐπαρακολούθητος: Difference between revisions
χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.
(15) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[εὐπαρακολούθητος]], -ον)<br />(για [[κείμενα]] ή εκθέσεις γεγονότων, ιδεών <b>κ.λπ.</b>) αυτός που παρακολουθείται εύκολα, ο [[ευνόητος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που παρακολουθεί εύκολα<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «εὐπαρακολούθητοι<br />ὀξεῑς εἰς τὰ πράγματα καὶ οὐ νωχελεῑς». <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εὐπαρακολουθήτως</i> (Α)<br />με τρόπο ευπαρακολούθητο, ευνόητα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>παρ</i>-[[ακολουθώ]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>δυσ</i>-<i>παρ</i>-<i>ακολούθητος</i>)]. | |mltxt=-η, -ο (Α [[εὐπαρακολούθητος]], -ον)<br />(για [[κείμενα]] ή εκθέσεις γεγονότων, ιδεών <b>κ.λπ.</b>) αυτός που παρακολουθείται εύκολα, ο [[ευνόητος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που παρακολουθεί εύκολα<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «εὐπαρακολούθητοι<br />ὀξεῑς εἰς τὰ πράγματα καὶ οὐ νωχελεῑς». <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εὐπαρακολουθήτως</i> (Α)<br />με τρόπο ευπαρακολούθητο, ευνόητα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>παρ</i>-[[ακολουθώ]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>δυσ</i>-<i>παρ</i>-<i>ακολούθητος</i>)]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''εὐπαρᾰκολούθητος:''' -ον ([[παρακολουθέω]]), αυτός που εύκολα μπορεί [[κάποιος]] να τον παρακολουθήσει, λέγεται για [[επιχείρημα]], σε Αριστ. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:08, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A easy to follow, of a narrative, argument, etc., Plb.4.28.6, Hero Bel.73.12, D.H.Pomp.6.2; τοῦ εὐ. ἕνεκα Arist. EN1108a19. Adv. -τως D.H.Th.37. II Act., quick to follow, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1086] dem man leicht folgen kann, verständlich; τὸ εὐπ., neben σαφήνεια, Arist. Eth. 2, 7; εὐπ. καὶ σαφές D. Hal. censur. vett. scriptt. 3, 3, öfter, auch adv. so, οὐκ εὐπαρακολουθήτως ἡρμηνευμένον Iud. Thuc. 37.
Greek (Liddell-Scott)
εὐπαρᾰκολούθητος: -ον, ὃν εὐκόλως παρακολουθεῖ τις, ἐπὶ διηγήσεως, ἐπιχειρήματος λογικοῦ, κτλ. Πολύβ. 4. 28, 6, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 6· τοῦ εὐπαρακολουθήτου ἕνεκα Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 2. 7, 11. - Ἐπίρρ. - τως, Διον. Ἁλ. π. Θουκ. 37. ΙΙ. εὐκόλως ἀκολουθῶν, «εὐπαρακολούθητοι· ὀξεῖς εἰς τὰ πράγματα καὶ οὐ νωχελεῖς» Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
que l’on peut suivre facilement, facile à comprendre.
Étymologie: εὖ, παρακολουθέω.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α εὐπαρακολούθητος, -ον)
(για κείμενα ή εκθέσεις γεγονότων, ιδεών κ.λπ.) αυτός που παρακολουθείται εύκολα, ο ευνόητος
αρχ.
1. αυτός που παρακολουθεί εύκολα
2. (κατά τον Ησύχ.) «εὐπαρακολούθητοι
ὀξεῑς εἰς τὰ πράγματα καὶ οὐ νωχελεῑς».
επίρρ...
εὐπαρακολουθήτως (Α)
με τρόπο ευπαρακολούθητο, ευνόητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + παρ-ακολουθώ (πρβλ. δυσ-παρ-ακολούθητος)].
Greek Monotonic
εὐπαρᾰκολούθητος: -ον (παρακολουθέω), αυτός που εύκολα μπορεί κάποιος να τον παρακολουθήσει, λέγεται για επιχείρημα, σε Αριστ.