ἠοῖος: Difference between revisions

From LSJ

οὗ δ' ἂν Ἔρως μὴ ἐφάψηται, σκοτεινός → he on whom Love has laid no hold is obscure | he whom Love touches not walks in darkness

Source
(16)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἠοῑος, -α και -η, -ον, ιων,. τ. ἠόϊος, δωρ. τ. ἀοῑος (Α)<br /><b>1.</b> [[εώος]], [[πρωινός]] («ἠοῑος [[ἀστήρ]]» — το [[άστρο]] της αυγής, ο [[αυγερινός]]<br /><b>2.</b> αυτός που βρίσκεται στην [[ανατολή]] ή κατοικεί στις ανατολικές περιοχές (α. «ἠὲ [[προς]] ἠοίων ἤ ἑσπερίων ἀνθρώπων», <b>Ομ. Οδ.</b><br />β. «[[προς]] τους ἠοὶους τῶν Λιβύων», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ ἠοίη</i><br />α) (ενν. <i>ὥρα</i>) το [[πρωί]] («πᾱσαν ἠοίην», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br />β) <b>φρ.</b> «[[προς]] ἠοίην» (ενν. <i>γῆν</i>)<br />[[προς]] ανατολάς, ανατολικά, Καλλίμ.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> ΙE <i>auso</i>-<i>s</i> «ροδαυγή» (<b>[[πρβλ]].</b> <i>έως</i> ΙΙ, <i>ηώς</i>) <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ιος</i>].
|mltxt=ἠοῑος, -α και -η, -ον, ιων,. τ. ἠόϊος, δωρ. τ. ἀοῑος (Α)<br /><b>1.</b> [[εώος]], [[πρωινός]] («ἠοῑος [[ἀστήρ]]» — το [[άστρο]] της αυγής, ο [[αυγερινός]]<br /><b>2.</b> αυτός που βρίσκεται στην [[ανατολή]] ή κατοικεί στις ανατολικές περιοχές (α. «ἠὲ [[προς]] ἠοίων ἤ ἑσπερίων ἀνθρώπων», <b>Ομ. Οδ.</b><br />β. «[[προς]] τους ἠοὶους τῶν Λιβύων», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ ἠοίη</i><br />α) (ενν. <i>ὥρα</i>) το [[πρωί]] («πᾱσαν ἠοίην», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br />β) <b>φρ.</b> «[[προς]] ἠοίην» (ενν. <i>γῆν</i>)<br />[[προς]] ανατολάς, ανατολικά, Καλλίμ.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> ΙE <i>auso</i>-<i>s</i> «ροδαυγή» (<b>[[πρβλ]].</b> <i>έως</i> ΙΙ, <i>ηώς</i>) <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ιος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἠοῖος:''' -α, -ον, Ιων. ἠόϊος, -η, -ον=[[ἑῷος]],<br /><b class="num">1.</b> [[πρωινός]], σε Αριστοφ.· ἡ [[ἠοίη]] (ενν. [[ὥρα]]), το [[πρωί]], σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">2.</b> προς το [[πρωί]], προς την [[ανατολή]], ο [[ανατολικός]], στο ίδ., σε Ηρόδ.<br /><b class="num">3.</b> αἱ [[Ἠοῖαι]] ήταν [[ποίημα]] του Ησιόδου, στο οποίο [[κάθε]] [[πρόταση]] ξεκινούσε με το <i>ἢ οἵη</i>.
}}
}}

Revision as of 23:16, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἠοῖος Medium diacritics: ἠοῖος Low diacritics: ηοίος Capitals: ΗΟΙΟΣ
Transliteration A: ēoîos Transliteration B: ēoios Transliteration C: ioios Beta Code: h)oi=os

English (LSJ)

α, ον, Ion. ἠοῖος, Dor. ἀοῖος,= ἑῷος,

   A of the morning, ἀστήρ Ion Lyr.Fr.10; ἠοῖαι σαίρεσκον Euph.53.2; ἡ ἠοίη (sc. ὥρα) the morning, πᾶσαν δ' ἠοίην . . Od.4.447, cf. Hsch.    2 toward the dawn, eastern, ἠὲ πρὸς ἠοίων ἦ ἑσπερίων ἀνθρώπων Od.8.29; πρὸς θαλάσσης ἠοίης Hdt.4.100; πρὸς τοὺς ἠ. τῶν Λιβύων ib.160; πρὸς ἠοίην (sc. γῆν) towards the East, Call.Del.280. (Cf. ἠῷος.)

German (Pape)

[Seite 1173] ion. auch ἠόϊος, att. ἠῷος, morgendlich, in der Frühe, πᾶσαν δ' ἠοίην μένομεν, sc. ὥραν, den ganzen Morgen warteten wir, Od. 4, 447 (vgl. ἠῷος). – Gegen Morgen, Osten gelegen, östlich, ἠὲ πρὸς ἠοίων ἢ ἑσπερίων ἀνθρώπων Od. 8, 29; θαλάσσης τῆς ἠοίης Her. 4, 100; τοὺς ἠοίους τῶν Λιβύων 4, 160; πρὸς ἠοίην, gen Osten, Callim. Del. 280. – In dor. Form ἀοῖος ἀστήρ, der Morgenstern, Ar. Pax 802, nach Ion.

Greek (Liddell-Scott)

ἠοῖος: -α, -ον, Ἰων. ἠόϊος, = ἑῷος, πρωινός, ἀστὴρ Ἴων παρ’ Ἀριστοφ. Εἰρ. 837˙ - ἡ ἠοίη (ἐνν. ὥρα), ἡ πρωία, πᾶσαν δ’ ἠοίην... Ὀδ. Δ. 447, πρβλ. Ἡσύχ. ἐν λ. 2) πρὸς τὴν πρωίαν, ἀνατολήν, ἀνατολικός, Λατ. orientalis, ἠὲ πρὸς ἠοίων ἢ ἑσπερίων ἀνθρώπων Ὀδ. Θ. 29˙ πρὸς θαλάσσης ἠοίης Ἡροδ. 4. 100˙ πρὸς τοὺς ἠοίους τῶν Λιβύων αὐτόθι 160˙ πρὸς ἠοίην (ἐνν. γῆν), πρὸς ἀνατολάς, Καλλ. εἰς Δῆλ. 280.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
1 du matin, matinal ; ion.ἠοίη (ὥρα) le matin;
2 oriental.
Étymologie: ἠώς.

English (Autenrieth)

(ἠώς): fem. ἠοίη, as subst., morning, dawn, Od. 4.447; adj., eastern (opp. ἑσπέριοι), Oriental, ἄνθρωποι, Od. 8.29.

Greek Monolingual

ἠοῑος, -α και -η, -ον, ιων,. τ. ἠόϊος, δωρ. τ. ἀοῑος (Α)
1. εώος, πρωινός («ἠοῑος ἀστήρ» — το άστρο της αυγής, ο αυγερινός
2. αυτός που βρίσκεται στην ανατολή ή κατοικεί στις ανατολικές περιοχές (α. «ἠὲ προς ἠοίων ἤ ἑσπερίων ἀνθρώπων», Ομ. Οδ.
β. «προς τους ἠοὶους τῶν Λιβύων», Ηρόδ.)
3. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἠοίη
α) (ενν. ὥρα) το πρωί («πᾱσαν ἠοίην», Ομ. Οδ.)
β) φρ. «προς ἠοίην» (ενν. γῆν)
προς ανατολάς, ανατολικά, Καλλίμ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ΙE auso-s «ροδαυγή» (πρβλ. έως ΙΙ, ηώς) + επίθημα -ιος].

Greek Monotonic

ἠοῖος: -α, -ον, Ιων. ἠόϊος, -η, -ον=ἑῷος,
1. πρωινός, σε Αριστοφ.· ἡ ἠοίη (ενν. ὥρα), το πρωί, σε Ομήρ. Οδ.
2. προς το πρωί, προς την ανατολή, ο ανατολικός, στο ίδ., σε Ηρόδ.
3. αἱ Ἠοῖαι ήταν ποίημα του Ησιόδου, στο οποίο κάθε πρόταση ξεκινούσε με το ἢ οἵη.