ἰότης: Difference between revisions
Ἡ πενία δ' ἀγνώμονάς γε τοὺς πολλοὺς ποιεῖ → Immemores beneficiorum gignit inopia → Die Armut macht die meisten rücksichtslos und hart
(17) |
(5) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἰότης]], ἡ (Α)<br /><b>1.</b> [[θέληση]], [[επιθυμία]] («θεῶν ἰότητι» — με τη [[θέληση]] τών θεών, <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> για [[χάρη]] κάποιου, [[ένεκα]] («ἰότητι γάμων», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. <span style="color: red;"><</span> <i>isto</i>- ([[μετοχικός]] τ., <b>[[πρβλ]].</b> αρχ. ινδ. <i>ista</i>- «[[ποθητός]]»), [[οπότε]] η λ. συνδέεται με το αρχ. ινδ. ρ. <i>is</i> «[[επιθυμώ]]». Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], η λ. συνδέεται με το <i>ἵεμαι</i> «[[επιθυμώ]], [[λαχταρώ]]», [[οπότε]] [[πρέπει]] να αναχθεί σε αρχικό τ. ρηματικού επιθ. <i>Fίοτος</i>, απ' όπου <i>Fιοτ</i>-<i>ότης</i> και, με [[απλολογία]], <i>Fıoτης</i> (απαντά και στο σύνθ. βοιωτ. ανθρωπωνύμιο <i>ΘειοFίοτος</i> (<span style="color: red;"><</span> φρ. <i>θεῶν ἰότητι</i>). Πιθ., [[τέλος]], ο τ. [[ἰότης]] να προέκυψε με λανθασμένο χωρισμό της λ. <i>δηιότητι</i> σε <i>δή ἰότητι</i>]. | |mltxt=[[ἰότης]], ἡ (Α)<br /><b>1.</b> [[θέληση]], [[επιθυμία]] («θεῶν ἰότητι» — με τη [[θέληση]] τών θεών, <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> για [[χάρη]] κάποιου, [[ένεκα]] («ἰότητι γάμων», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. <span style="color: red;"><</span> <i>isto</i>- ([[μετοχικός]] τ., <b>[[πρβλ]].</b> αρχ. ινδ. <i>ista</i>- «[[ποθητός]]»), [[οπότε]] η λ. συνδέεται με το αρχ. ινδ. ρ. <i>is</i> «[[επιθυμώ]]». Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], η λ. συνδέεται με το <i>ἵεμαι</i> «[[επιθυμώ]], [[λαχταρώ]]», [[οπότε]] [[πρέπει]] να αναχθεί σε αρχικό τ. ρηματικού επιθ. <i>Fίοτος</i>, απ' όπου <i>Fιοτ</i>-<i>ότης</i> και, με [[απλολογία]], <i>Fıoτης</i> (απαντά και στο σύνθ. βοιωτ. ανθρωπωνύμιο <i>ΘειοFίοτος</i> (<span style="color: red;"><</span> φρ. <i>θεῶν ἰότητι</i>). Πιθ., [[τέλος]], ο τ. [[ἰότης]] να προέκυψε με λανθασμένο χωρισμό της λ. <i>δηιότητι</i> σε <i>δή ἰότητι</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἰότης:''' -ητος, ἡ,<br /><b class="num">I.</b> [[θέληση]], [[επιθυμία]]· [[θεῶν]] ἰότητι, με τη [[θέληση]] ή [[εντολή]] των θεών, σε Όμηρ.<br /><b class="num">II.</b> όπως το [[ἕκατι]] II, [[άπαξ]] σε χορικό του Αισχύλ., για [[χάρη]], <i>ἰότατι γάμων</i>, σε Αισχύλ. (αμφίβ. προέλ.). | |||
}} | }} |
Revision as of 23:28, 30 December 2018
English (LSJ)
[ῐ], ητος, ἡ,
A will, desire, Ep.and Lyr. almost always in dat., θεῶν ἰότητι by the will of the gods, Il.19.9, Od.7.214,al., cf.Alc.13A; μητρὸς ἐμῆς ἰότητι at her will, Il.18.396; κακῆς ἰ. γυναικός Od.11.384; μνηστήρων ἰ. 18.234; ἀλλήλων ἰ. Il.5.874; ἀναιδήτῳ ἰ. with shameless will, A.R.4.360: acc. only in Il.15.41 δι' ἐμὴν ἰ. II once in Trag., for the sake of, ἰότατι γάμων A.Pr.558 (lyr.).—Hsch. explains it by βουλήσει, αἰτία, ὀργῇ, χάριτι.
German (Pape)
[Seite 1256] ητος, ἡ (von ἴς od. ἴεμαι), Wille, Beschluß; θεῶν ἰότητι, nach dem Rathschlusse der Götter, kraft göttliches Willens, δαμάσθη Il. 19, 9, μόγησα Od. 14, 198, ἐν σπήεσσι κέονται 16, 232; μητρὸς ἐμῆς ἰότητι κυνώπιδος Il. 18, 396; ἐν νόστῳ ἀπόλοντο κακῆς ἰότητι γυναικός, auf des bösen Weibes Anstiften, Od. 11, 384; μνηστήρων ἰότητι 18, 234; ἀλλήλων, Einer auf des Andern Anstiften, Il. 5, 874; sp. D., wie Ap. Rh. 4, 360; bei Aesch. Prom. 557 ἰότητι γάμων = wegen der Hochzeit. – Sonst findet sich nur einmal der acc., δι' ἐμὴν ἰότητα, Il. 15, 41. – Bei Hesych. wird es βουλήσει, αἰτίᾳ, ὀργῇ, χάριτι erkl.
Greek (Liddell-Scott)
ἰότης: -ητος, ἡ, (ἴδε ἵμερος ἐν τέλει) θέλησις, βούλησις, παρ’ Ὁμ. σχεδὸν ἀείποτε κατὰ δοτ., ὡς, θεῶν ἰότητι, τῇ βουλήσει τῶν θεῶν, (ἴδε ἐν λ. ἕκητι), Ἰλ. Τ. 9, Ὀδ. Η. 214, κτλ.˙ σπανιώτερον ἐπὶ ἀνθρώπων, μητρὸς ἐμῆς ἰότητι Ἰλ. Σ. 396˙ κακῆς.. ἱ. γυναικὸς Ὀδ. Λ. 384˙ μνηστήρων ἰ. Σ. 234˙ ἀλλήλων ἰ. Ἰλ. Ε. 874˙ ἀναιδήτῳ ἰ., ἀναισχύντῳ βουλήσει, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 360˙ ἡ αἰτ. μόνον ἐν Ἰλ. Ο. 41, δι’ ἐμὴν ἰότητα, ἀντὶ ἐμῇ ἰότητι. ΙΙ. ὁ Αἰσχύλ. ἔχει αὐτὸ ἅπαξ ἐν χωρικῷ ὡ. τὸ ἕκατι ΙΙ, χάριν τινός, ἰότατι γάμων Πρ. 559. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ἰότητι˙ βουλήσει, θελήσει, αἰτίᾳ, ὀργῇ, χάριτι».
French (Bailly abrégé)
ητος (ἡ) :
1 volonté;
2 postér. disposition pour, dessein : γάμων ἰότατι dor. ESCHL à l’intention de (ton) hymen.
Étymologie: p. *ἰσότης, de la R. Ἰσ, désirer.
English (Autenrieth)
ητος: will, mostly θεῶν ἰότητι, Od. 7.214, etc.; μνηστήρων ἰότητι, ‘according to their wish,’ Od. 18.234.
Greek Monolingual
ἰότης, ἡ (Α)
1. θέληση, επιθυμία («θεῶν ἰότητι» — με τη θέληση τών θεών, Ομ. Οδ.)
2. για χάρη κάποιου, ένεκα («ἰότητι γάμων», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. < isto- (μετοχικός τ., πρβλ. αρχ. ινδ. ista- «ποθητός»), οπότε η λ. συνδέεται με το αρχ. ινδ. ρ. is «επιθυμώ». Κατ' άλλη άποψη, η λ. συνδέεται με το ἵεμαι «επιθυμώ, λαχταρώ», οπότε πρέπει να αναχθεί σε αρχικό τ. ρηματικού επιθ. Fίοτος, απ' όπου Fιοτ-ότης και, με απλολογία, Fıoτης (απαντά και στο σύνθ. βοιωτ. ανθρωπωνύμιο ΘειοFίοτος (< φρ. θεῶν ἰότητι). Πιθ., τέλος, ο τ. ἰότης να προέκυψε με λανθασμένο χωρισμό της λ. δηιότητι σε δή ἰότητι].
Greek Monotonic
ἰότης: -ητος, ἡ,
I. θέληση, επιθυμία· θεῶν ἰότητι, με τη θέληση ή εντολή των θεών, σε Όμηρ.
II. όπως το ἕκατι II, άπαξ σε χορικό του Αισχύλ., για χάρη, ἰότατι γάμων, σε Αισχύλ. (αμφίβ. προέλ.).