κακομήχανος: Difference between revisions
Γυνὴ γὰρ οἴκῳ πῆμα καὶ σωτηρία → Mulier familiae pestis est, mulier salus → Bane and salvation to a house is woman → Die Frau ist nämlich Leid und Rettung für das Haus
(18) |
(5) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κακομήχανος]], -ον (AM, Α δωρ. τ. [[κακομάχανος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που επινοήθηκε κακοήθως, [[πανούργος]], [[δόλιος]]<br /><b>2.</b> [[ολέθριος]], [[καταστρεπτικός]] («[[κακομήχανος]] [[ἔρις]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κακομηχάνως</i> (Μ)<br />με κακομήχανο, πανούργο τρόπο, ολέθρια, καταστρεπτικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κακ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>μήχανος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μηχανή]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>γλυκυ</i>-<i>μήχανος</i>, <i>πολυ</i>-<i>μήχανος</i>]. | |mltxt=[[κακομήχανος]], -ον (AM, Α δωρ. τ. [[κακομάχανος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που επινοήθηκε κακοήθως, [[πανούργος]], [[δόλιος]]<br /><b>2.</b> [[ολέθριος]], [[καταστρεπτικός]] («[[κακομήχανος]] [[ἔρις]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κακομηχάνως</i> (Μ)<br />με κακομήχανο, πανούργο τρόπο, ολέθρια, καταστρεπτικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κακ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>μήχανος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μηχανή]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>γλυκυ</i>-<i>μήχανος</i>, <i>πολυ</i>-<i>μήχανος</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κᾰκομήχᾰνος:''' Δωρ. κακομάχ-, -ον ([[μηχανή]]), αυτός που μηχανεύεται, σχεδιάζει [[κακά]], [[κακοποιός]], [[βλαβερός]], [[επιζήμιος]], [[θανάσιμος]], [[ολέθριος]], [[καταστρεπτικός]], σε Όμηρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:32, 30 December 2018
English (LSJ)
Dor. -μάχᾰνος [μᾱ], ον,
A mischief-plotting, Il.6.344, Od.16.418; λῃσταί B.17.8; κῶρος Mosch.Fr.3.7; of things, mischievous, baneful, ἔρις Il.9.257. Adv. -νως Phot.Bibl.p.292 B.
German (Pape)
[Seite 1301] Unheil, Böses ersinnend; Il. 6, 344 Od. 16, 418; ἔρις Il. 9, 257; übh. arglistig, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κακομήχᾰνος: -ον, Δωρ. κακομάχανος, μηχανώμενος κακά, ἐφευρίσκων τρόπους νὰ βλάψῃ τινά, ἐπιβλαβής, ὀλέθριος, δόλιος, Ἰλ. Ζ. 344, Ὀδ. Π. 418· ἔρις Ἰλ. Ι. 257· λῃσταὶ κακομάχανοι, κακοῦργοι, Βακχυλ. XVII.8, Blass. - Ἐπιρρ. -νως, Φώτ. ἐν Βιβλιοθ. σ. 292, 9.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui fabrique d’odieuses machinations ; fourbe.
Étymologie: κακός, μηχανή.
English (Autenrieth)
(μηχανή): contriving evil, malicious, Od. 16.418.
Greek Monolingual
κακομήχανος, -ον (AM, Α δωρ. τ. κακομάχανος, -ον)
1. αυτός που επινοήθηκε κακοήθως, πανούργος, δόλιος
2. ολέθριος, καταστρεπτικός («κακομήχανος ἔρις», Ομ. Ιλ.).
επίρρ...
κακομηχάνως (Μ)
με κακομήχανο, πανούργο τρόπο, ολέθρια, καταστρεπτικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -μήχανος (< μηχανή), πρβλ. γλυκυ-μήχανος, πολυ-μήχανος].
Greek Monotonic
κᾰκομήχᾰνος: Δωρ. κακομάχ-, -ον (μηχανή), αυτός που μηχανεύεται, σχεδιάζει κακά, κακοποιός, βλαβερός, επιζήμιος, θανάσιμος, ολέθριος, καταστρεπτικός, σε Όμηρ.