κάναβος: Difference between revisions
τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)
(19) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (Α [[κάναβος]] και [[κάνναβος]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>(τοπογρ.)</b> γεωμετρικό [[σχήμα]] ενός δικτύου τετραγώνων [[πάνω]] σε [[χάρτη]] που η σχεδίασή του αποτελεί ακριβή τρόπο καθορισμού τών [[κορυφών]] μιας πολυγωνικής οδεύσεως [[πάνω]] σε [[χάρτη]] με [[βάση]] τις ορθογώνιες συντεταγμένες τους<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η κάν(ν)αβη, το καν(ν)άβι<br /><b>2.</b> [[ξύλινος]] [[σκελετός]] [[γύρω]] από τον οποίο οι ανδριαντοποιοί έπλαθαν το [[πρόπλασμα]] του αγάλματος με πηλό ή [[κερί]]<br /><b>3.</b> [[σχεδίασμα]] τών κυριότερων [[μερών]] του ανθρώπινου σώματος με γραμμές που παριστάνουν τις φλέβες, όπως στους ανατομικούς πίνακες<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[ισχνός]] [[άνθρωπος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κάννα]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>βος</i><br />(<b>[[πρβλ]].</b> [[κόττα]]-<i>βος</i>), που [[είναι]] αρκετά σπάνια και απαντά [[κυρίως]] σε τεχνικούς όρους της Αρχαίας Ελληνικής]. | |mltxt=ο (Α [[κάναβος]] και [[κάνναβος]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>(τοπογρ.)</b> γεωμετρικό [[σχήμα]] ενός δικτύου τετραγώνων [[πάνω]] σε [[χάρτη]] που η σχεδίασή του αποτελεί ακριβή τρόπο καθορισμού τών [[κορυφών]] μιας πολυγωνικής οδεύσεως [[πάνω]] σε [[χάρτη]] με [[βάση]] τις ορθογώνιες συντεταγμένες τους<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η κάν(ν)αβη, το καν(ν)άβι<br /><b>2.</b> [[ξύλινος]] [[σκελετός]] [[γύρω]] από τον οποίο οι ανδριαντοποιοί έπλαθαν το [[πρόπλασμα]] του αγάλματος με πηλό ή [[κερί]]<br /><b>3.</b> [[σχεδίασμα]] τών κυριότερων [[μερών]] του ανθρώπινου σώματος με γραμμές που παριστάνουν τις φλέβες, όπως στους ανατομικούς πίνακες<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[ισχνός]] [[άνθρωπος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κάννα]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>βος</i><br />(<b>[[πρβλ]].</b> [[κόττα]]-<i>βος</i>), που [[είναι]] αρκετά σπάνια και απαντά [[κυρίως]] σε τεχνικούς όρους της Αρχαίας Ελληνικής]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κάνᾰβος:''' ὁ, [[ξύλινος]] [[σκελετός]] γύρω από τον οποίο οι καλλιτέχνες έπλαθαν το [[κερί]] ή τον πηλό. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:36, 30 December 2018
English (LSJ)
or κάννᾰβος, ὁ,
A wooden framework round which artists moulded wax or clay, block-figure, Hsch., Poll.7.164, 10.189. 2 mannikin or rough drawing of the human frame, Arist.HA515a35, GA743a2 (wrongly expld. as cistern by Phlp.in GA109.27). 3 metaph., lean person, 'skeleton', Stratt.20, Hsch. (Spelling and quantity undetermined: cf. κίναβος.)
German (Pape)
[Seite 1319] ὁ, oder richtiger κάνναβος, das Holz, um welches die bildenden Künstler eine Figur in Thon oder Wachs modelliren, u. das Modell selbst, Poll. 7, 164. 10, 189; bei Suid. u. B. A. 416 falsch κίνναβος; Arist. gen. anim. 2, 6 ἐκ τῆς καρδίας αἱ φλέβες διατεταμέναι, καθάπερ οἱ τοὺς κανάβους γράφοντες ἐν τοῖς τοίχοις, vgl. H. A. 3, 5, ein in Umrissen entworfenes Bild des Menschen. Uebertr., ein magerer Mensch, wie ein Skelet, an dem man alle Adern u. Knochen sehen kann, Strattis Poll. 10, 189 u. Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
κάνᾰβος: ἢ κάνναβος, ξύλινος σκελετὸς περὶ ὃν οἱ καλλιτέχναι ἔπλασσον τὸ πρόπλασμα διὰ πηλοῦ ἢ κηροῦ, «κάναβοι· τὰ ξύλα περὶ ἃ τὸ πρῶτον οἱ πλάσται τὸν κηρὸν τιθέασιν» Ἡσύχ.· «περὶ ὃ δὲ οἱ τοὺς πίθους πλάττοντες τὸν πηλὸν περιθέντες πλάττουσι, τοῦτο δὲ ξυλήφιον κάνναβος καλεῖται» Πολυδ. Ζ΄, 164, πρβλ. Müller Archäol. d. Kunst § 305. 7. 2) σχεδίασμα τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος διὰ γραμμῶν διαγραφουσῶν τὰς φλέβας, κτλ., Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 5, 3, π. Ζ. Γεν. 2. 6, 18. 3) ἰσχνὸς ἄνθρωπος, «πετσὶ καὶ κόκαλλον», Στράττις ἐν «Κινησίᾳ» 3 (πολυδ. Ι΄, 189), Ἡσύχ. κᾱ-, Ἀνθ. Π. 11. 107· καὶ ὁ Meineke γράφει κάνναβος παρὰ τῷ Στράττι ἔνθ’ ἀνωτ..
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
modèle en cire, en terre glaise ou en plâtre à l’usage des sculpteurs ; représentation du squelette.
Étymologie: DELG κάννα.
Greek Monolingual
ο (Α κάναβος και κάνναβος)
νεοελλ.
(τοπογρ.) γεωμετρικό σχήμα ενός δικτύου τετραγώνων πάνω σε χάρτη που η σχεδίασή του αποτελεί ακριβή τρόπο καθορισμού τών κορυφών μιας πολυγωνικής οδεύσεως πάνω σε χάρτη με βάση τις ορθογώνιες συντεταγμένες τους
αρχ.
1. η κάν(ν)αβη, το καν(ν)άβι
2. ξύλινος σκελετός γύρω από τον οποίο οι ανδριαντοποιοί έπλαθαν το πρόπλασμα του αγάλματος με πηλό ή κερί
3. σχεδίασμα τών κυριότερων μερών του ανθρώπινου σώματος με γραμμές που παριστάνουν τις φλέβες, όπως στους ανατομικούς πίνακες
4. μτφ. (για πρόσ.) ισχνός άνθρωπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάννα + κατάλ. -βος
(πρβλ. κόττα-βος), που είναι αρκετά σπάνια και απαντά κυρίως σε τεχνικούς όρους της Αρχαίας Ελληνικής].
Greek Monotonic
κάνᾰβος: ὁ, ξύλινος σκελετός γύρω από τον οποίο οι καλλιτέχνες έπλαθαν το κερί ή τον πηλό.