ἰδιογνώμων: Difference between revisions
ἢν εὑρίσκῃ πλέω τε καὶ μέζω τὰ ἀδικήματα ἐόντα τῶν ὑπουργημάτων, οὕτω τῷ θυμῷ χρᾶται → it happens that the crimes are greater and more numerous than the services, when one gives way to anger
(17) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἰδιογνώμων]], -ον (Α)<br />αυτός που ενεργεί σύμφωνα με τη δική του [[γνώμη]], [[χωρίς]] να επηρεάζεται από κανέναν άλλον. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἰδιογνωμόνως</i> (ΑΜ)<br /><b>μσν.</b><br />αυθόρμητα<br /><b>αρχ.</b><br />με ξεχωριστή, με προσωπική [[γνώμη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ιδιο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>γνωμων</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γνώμων]] <span style="color: red;"><</span> [[γιγνώσκω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ευ</i>-[[γνώμων]], <i>ισχυρο</i>-[[γνώμων]]. | |mltxt=[[ἰδιογνώμων]], -ον (Α)<br />αυτός που ενεργεί σύμφωνα με τη δική του [[γνώμη]], [[χωρίς]] να επηρεάζεται από κανέναν άλλον. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἰδιογνωμόνως</i> (ΑΜ)<br /><b>μσν.</b><br />αυθόρμητα<br /><b>αρχ.</b><br />με ξεχωριστή, με προσωπική [[γνώμη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ιδιο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>γνωμων</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γνώμων]] <span style="color: red;"><</span> [[γιγνώσκω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ευ</i>-[[γνώμων]], <i>ισχυρο</i>-[[γνώμων]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἰδιογνώμων:''' -ον, αυτός που πράττει ή ενεργεί βάσει της δικής του βούλησης, της προσωπικής του γνώμης, αυτόγνωμος, [[αυτόβουλος]], σε Αριστ. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:40, 30 December 2018
English (LSJ)
ον, gen. ονος,
A holding one's own opinion, Hp.Aër.24, Phryn.Com.18, Arist.EN1151b12.
German (Pape)
[Seite 1236] ον, nach eigenem Sinne verfahrend, eigensinnig; Phryn. com. B. A. 345, 2; Arist. Nic. Eth. 7, 9, 3 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἰδιογνώμων: -ον, ὁ πράττων ἢ ἐνεργῶν κατ’ ἰδίαν γνώμην, αὐτογνώμων, ἰδιότροπος, Ἱππ. π. Ἀέρ. 295, Φρύν. Κωμ. ἐν «Μονοτρόπῳ» 1, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 7. 9, 3.
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
qui a son opinion particulière, qui pense par soi-même.
Étymologie: ἴδιος, γνώμή.
Greek Monolingual
ἰδιογνώμων, -ον (Α)
αυτός που ενεργεί σύμφωνα με τη δική του γνώμη, χωρίς να επηρεάζεται από κανέναν άλλον.
επίρρ...
ἰδιογνωμόνως (ΑΜ)
μσν.
αυθόρμητα
αρχ.
με ξεχωριστή, με προσωπική γνώμη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο- + -γνωμων (< γνώμων < γιγνώσκω), πρβλ. ευ-γνώμων, ισχυρο-γνώμων.
Greek Monotonic
ἰδιογνώμων: -ον, αυτός που πράττει ή ενεργεί βάσει της δικής του βούλησης, της προσωπικής του γνώμης, αυτόγνωμος, αυτόβουλος, σε Αριστ.