Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κηπεύω: Difference between revisions

From LSJ

Cras amet qui numquam amavit quique amavit cras amet → May he love tomorrow who has never loved before; And may he who has loved, love tomorrow as well.

Pervigilium Veneris
(20)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=(ΑΜ [[κηπεύω]]) [[κήπος]]<br />[[καλλιεργώ]] κήπο, [[φυτεύω]] και [[καλλιεργώ]] φυτά σε κήπο, [[καταγίνομαι]] στην κηπουρική («λάχανα κηπεύοντες», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> [[επιμελούμαι]], [[περιποιούμαι]], [[ανατρέφω]] («ὅv πόλλ' ἐκήπευσ' ἡ τεκοῡσα [[βόστρυχον]] φιλήμασίν τ' ἔδωκεν», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[ζωοποιώ]], [[ζωογονώ]] («αἰδὼς δὲ ποταμίαισι κηπεύει δρόσοις», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> <i>τὰ κηπευόμενα</i><br />τα φυτά που καλλιεργούνται σε κήπους.
|mltxt=(ΑΜ [[κηπεύω]]) [[κήπος]]<br />[[καλλιεργώ]] κήπο, [[φυτεύω]] και [[καλλιεργώ]] φυτά σε κήπο, [[καταγίνομαι]] στην κηπουρική («λάχανα κηπεύοντες», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> [[επιμελούμαι]], [[περιποιούμαι]], [[ανατρέφω]] («ὅv πόλλ' ἐκήπευσ' ἡ τεκοῡσα [[βόστρυχον]] φιλήμασίν τ' ἔδωκεν», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[ζωοποιώ]], [[ζωογονώ]] («αἰδὼς δὲ ποταμίαισι κηπεύει δρόσοις», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> <i>τὰ κηπευόμενα</i><br />τα φυτά που καλλιεργούνται σε κήπους.
}}
{{lsm
|lsmtext='''κηπεύω:''' μέλ. <i>-σω</i> ([[κῆπος]]), [[καλλιεργώ]] σε κήπο, σε Λουκ.· μεταφ., [[ζωοποιώ]], [[ζωογονώ]], σε Ευρ.
}}
}}

Revision as of 23:48, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κηπεύω Medium diacritics: κηπεύω Low diacritics: κηπεύω Capitals: ΚΗΠΕΥΩ
Transliteration A: kēpeúō Transliteration B: kēpeuō Transliteration C: kipeyo Beta Code: khpeu/w

English (LSJ)

   A rear in a garden, λάχανα, σῖτον, Luc.VH1.34, Herm.in Phdr.p.202 A.:—Pass., Dsc.3.43; τὰ κηπευόμενα garden plants, Arist.PA668a18, Thphr.HP7.1.1, Gal.6.542; Ἠριδανὸς ὕδασι κ. κόρας, i.e. the Phaethontids, who became poplars, Eub.67.6: metaph., tend, cherish, βόστρυχον E.Tr.1175.    II cultivate like a garden, Thphr. CP4.6.7 (Pass.), Hld.9.4 (Pass.): metaph., vivify, freshen, Αἰδὼς κ. δρόσοις [τὸν λειμῶνα] E.Hipp.78; ὁπόσα ὁ ποταμὸς κ. Philostr.VA2.26.

German (Pape)

[Seite 1432] im Garten Bäume ziehen, Philostr.; pass., Theophr.; τὰ κηπευόμενα, Gartengewächse, Arist. gen. an. 3, 5. – Adj. verb. κηπευτός, im Garten gebau't, Diosc. – Uebertr., pflegen; βόστρυχον Eur. Troad. 1175; αἰδὼς ποταμίαισι κηπεύει δρόσοις Hipp. 78; Eubul. bei Ath. XIII, 568 e.

Greek (Liddell-Scott)

κηπεύω: καλλιεργῶ ἐν κήπῳ, φυτά, λάχανα, Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 2. 34, Γαλην.· τὰ κηπευόμενα, τὰ ἐν κήποις καλλιεργούμενα καὶ φυόμενα φυτά, ἥμερα φυτὰ (πρβλ. κηπαῖος), Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 5, 9, Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 1, 1, κτλ.· Ἠριδανὸς ἁγνοῖς ὕδασι κηπεύει κόρας, τὰς τοῦ Φαέθοντος θυγατέρας, αἵτινες μετεβλήθησαν εἰς αἰγείρους, Εὔβουλ. ἐν «Ναννίῳ» 1. 6· μεταφ., ἐπιμελοῦμαι, περιποιοῦμαι, βόστρυχον Εὐρ. Τρῳ. 1175. ΙΙ. καλλιεργῶ ὡς κῆπον, Θεόφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 4. 6, 7, Ἡλιόδ. 9. 4· μεταφ., ζωοποιῶ, ζωογονῶ, Αἰδὼς κ. δρόσοις τὸν λειμῶνα Εὐρ. Ἱππ. 78.

French (Bailly abrégé)

1 cultiver dans un jardin;
2 cultiver (un terrain) en jardin.
Étymologie: κῆπος.

Greek Monolingual

(ΑΜ κηπεύω) κήπος
καλλιεργώ κήπο, φυτεύω και καλλιεργώ φυτά σε κήπο, καταγίνομαι στην κηπουρική («λάχανα κηπεύοντες», Λουκιαν.)
αρχ.
1. μτφ. επιμελούμαι, περιποιούμαι, ανατρέφω («ὅv πόλλ' ἐκήπευσ' ἡ τεκοῡσα βόστρυχον φιλήμασίν τ' ἔδωκεν», Ευρ.)
2. μτφ. ζωοποιώ, ζωογονώ («αἰδὼς δὲ ποταμίαισι κηπεύει δρόσοις», Ευρ.)
3. τὰ κηπευόμενα
τα φυτά που καλλιεργούνται σε κήπους.

Greek Monotonic

κηπεύω: μέλ. -σω (κῆπος), καλλιεργώ σε κήπο, σε Λουκ.· μεταφ., ζωοποιώ, ζωογονώ, σε Ευρ.