κότινος: Difference between revisions

From LSJ

διώκει παῖς ποτανὸν ὄρνιν → a boy chases a bird on the wing, vain pursuit

Source
(21)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (ΑM [[κότινος]] και κόστινος, ὁ, Α και [[κότινος]], ή)<br /><b>1.</b> [[αγριελιά]] («ἐν ταῑσιν κομάροις καὶ τοῑς κοτίνοις στάντες ἔχοντες κριθάς», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[στεφάνι]] από [[αγριελιά]] που δινόταν ως [[βραβείο]], [[ιδίως]] στους ολυμπιονίκες («ὃς τὸν [[κότινον]] ἐν τρισὶν ὀλυμπιάσιν ἀνείλετο [[ὀκτάκις]]», <b>Παυσ.</b>)<br /><b>3.</b> έπαθλο, [[βραβείο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>βοτ.</b> [[κοινή]] [[ονομασία]] του είδους Rhus cotinus του γένους [[ρους]]<br /><b>2.</b> <b>ζωολ.</b> [[γένος]] κολεόπτερων εντόμων της οικογένειας scarabeidae.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Είναι πιθ. δάνεια λ., την οποία στη [[συνέχεια]] δανείστηκε η λατ. με τη [[μορφή]] <i>cotinus</i>. Η λ. εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>ινος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>κόφ</i>-<i>ινος</i>). Η λ. ως επιστημον. όρος της βοτ. [[είναι]] αντιδάνεια, <b>[[πρβλ]].</b> αγγλ. <i>cotinus</i> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>cotinus</i> <span style="color: red;"><</span> [[κότινος]].
|mltxt=ο (ΑM [[κότινος]] και κόστινος, ὁ, Α και [[κότινος]], ή)<br /><b>1.</b> [[αγριελιά]] («ἐν ταῑσιν κομάροις καὶ τοῑς κοτίνοις στάντες ἔχοντες κριθάς», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[στεφάνι]] από [[αγριελιά]] που δινόταν ως [[βραβείο]], [[ιδίως]] στους ολυμπιονίκες («ὃς τὸν [[κότινον]] ἐν τρισὶν ὀλυμπιάσιν ἀνείλετο [[ὀκτάκις]]», <b>Παυσ.</b>)<br /><b>3.</b> έπαθλο, [[βραβείο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>βοτ.</b> [[κοινή]] [[ονομασία]] του είδους Rhus cotinus του γένους [[ρους]]<br /><b>2.</b> <b>ζωολ.</b> [[γένος]] κολεόπτερων εντόμων της οικογένειας scarabeidae.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Είναι πιθ. δάνεια λ., την οποία στη [[συνέχεια]] δανείστηκε η λατ. με τη [[μορφή]] <i>cotinus</i>. Η λ. εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>ινος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>κόφ</i>-<i>ινος</i>). Η λ. ως επιστημον. όρος της βοτ. [[είναι]] αντιδάνεια, <b>[[πρβλ]].</b> αγγλ. <i>cotinus</i> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>cotinus</i> <span style="color: red;"><</span> [[κότινος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κότῐνος:''' ὁ και ἡ, [[αγριελιά]], λατ. deaster, σε Αριστοφ.
}}
}}

Revision as of 23:56, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κότῐνος Medium diacritics: κότινος Low diacritics: κότινος Capitals: ΚΟΤΙΝΟΣ
Transliteration A: kótinos Transliteration B: kotinos Transliteration C: kotinos Beta Code: ko/tinos

English (LSJ)

ὁ (also ἡ Theoc.5.32),

   A wild olive-tree, Ar.Av.621 (anap.), Pl.943; τοὺς νικῶντας στεφανώσας κοτίνου στεφάνῳ (sc. at Olympia) ib.586, cf. AP9.357, Thphr.HP4.13.2; τὰ ξύλα τὰ ἀπὸ τοῦ κ. IG11(2).287 A22 (Delos, iii B. C.): distd.from ἀγριελαία by Sch.Pl.Phdr.236b (in neut. κότινον, τό), but identified by Dsc.1.105. (In Ar.Pl.592 the v.l. κοτίνῳ στεφάνῳ may point to κοτινῷ dat. of Adj. κοτινοῦς.)

German (Pape)

[Seite 1493] ὁ u. ἡ, nach Moeris der attische Ausdruck für ἀγριέλαιος, der wilde Oelbaum, Ar. Av. 621 u. Sp., wie Plut. Fab. 20. Aus seinen Zweigen wurden die Kränze für die olympischen Sieger geflochten, κοτίνου στέφανος, Ar. Plut. 586. 592, Archi. 1 (IX, 357); vgl. Paus. 6, 13, 2.

Greek (Liddell-Scott)

κότῐνος: ὁ καὶ ἡ, ἀγρία ἐλαία (τὸ δένδρον), Λατ. oleaster, Ἀριστοφ. Ὄρν. 621, Πλ. 943· ἐξ αὑτῆς ἐγίνοντο οἱ στέφανοι κατὰ τοὺς Ὀλυμπιακοὺς ἀγῶνας (Ἀνθ. Π. 9. 357), τοὺς νικῶντας στεφανώσας κοτίνου στεφάνου Ἀριστοφ. Πλ. 586, πρβλ. 592 (ἔνθα ὁ Δινδ., ἑπόμενος τῷ Πόρσωνι, κοτινῷ στεφάνῳ, ὡς εἰ ἐξ ἐπιθέτου, κοτινόεις, -οῦς), πρβλ. Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 13, 2, Κλήμ. Ἀλ. 672, Ἀνθ. Π. 357, Σχολ. Πλάτ. Φαῖδρ. 236Β (κατ’ οὐδέτ. κότινον, τό), ἔνθα λέγεται ὅτι διαφέρει τῆς ἀγριελαίας· πρβλ. καὶ ἔλαιος, φαύλιος.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
olivier sauvage, plante.
Étymologie: DELG sans doute emprunt.
Syn. ἀγριέλαιος, ἔλαιος, πυρκαϊά, φυλία.

Greek Monolingual

ο (ΑM κότινος και κόστινος, ὁ, Α και κότινος, ή)
1. αγριελιά («ἐν ταῑσιν κομάροις καὶ τοῑς κοτίνοις στάντες ἔχοντες κριθάς», Αριστοφ.)
2. στεφάνι από αγριελιά που δινόταν ως βραβείο, ιδίως στους ολυμπιονίκες («ὃς τὸν κότινον ἐν τρισὶν ὀλυμπιάσιν ἀνείλετο ὀκτάκις», Παυσ.)
3. έπαθλο, βραβείο
νεοελλ.
1. βοτ. κοινή ονομασία του είδους Rhus cotinus του γένους ρους
2. ζωολ. γένος κολεόπτερων εντόμων της οικογένειας scarabeidae.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Είναι πιθ. δάνεια λ., την οποία στη συνέχεια δανείστηκε η λατ. με τη μορφή cotinus. Η λ. εμφανίζει επίθημα -ινος (πρβλ. κόφ-ινος). Η λ. ως επιστημον. όρος της βοτ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. cotinus < λατ. cotinus < κότινος.

Greek Monotonic

κότῐνος: ὁ και ἡ, αγριελιά, λατ. deaster, σε Αριστοφ.