Λάχεσις: Difference between revisions

From LSJ

ἐπὶ ξυροῦ γὰρ ἀκμῆς ἔχεται ἡμῖν τὰ πρήγματα → our affairs are balanced on a razor's edge, our affairs are set upon the razor's edge

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α [[Λάχεσις]], -εως και ιων. γεν. -ιος)<br />μία από τις [[τρεις]] Μοίρες, η οποία [[κατά]] την αρχαία [[αντίληψη]] διέθετε τους κλήρους τών ανθρώπων και καθόριζε την [[τύχη]] της ζωής του καθενός («[[Κλωθώ]] τε Λάχεσίν τε καὶ Ἄτροπον, αἵ τε βροτοῑσι γεινομένοισι διδοῡσιν ἔχειν ἀγαθόν τε κακόν τε», <b>Ησιόδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[θεότητα]] της διανομής<br /><b>2.</b> (ως προσηγορικό) <i>ἡ [[λάχεσις]]<br />ο [[κλήρος]], η [[μοίρα]], η [[τύχη]], ο [[προορισμός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>λαχ</i>- (πρβλ. <i>ἔ</i>-<i>λαχ</i>-<i>ον</i>, αόρ. του [[λαγχάνω]]) <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>εσις</i>, [[κατά]] το [[πρότυπο]] του <i>νέμ</i>-<i>εσις</i>].
|mltxt=η (Α [[Λάχεσις]], -εως και ιων. γεν. -ιος)<br />μία από τις [[τρεις]] Μοίρες, η οποία [[κατά]] την αρχαία [[αντίληψη]] διέθετε τους κλήρους τών ανθρώπων και καθόριζε την [[τύχη]] της ζωής του καθενός («[[Κλωθώ]] τε Λάχεσίν τε καὶ Ἄτροπον, αἵ τε βροτοῑσι γεινομένοισι διδοῡσιν ἔχειν ἀγαθόν τε κακόν τε», <b>Ησιόδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[θεότητα]] της διανομής<br /><b>2.</b> (ως προσηγορικό) <i>ἡ [[λάχεσις]]<br />ο [[κλήρος]], η [[μοίρα]], η [[τύχη]], ο [[προορισμός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>λαχ</i>- (πρβλ. <i>ἔ</i>-<i>λαχ</i>-<i>ον</i>, αόρ. του [[λαγχάνω]]) <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>εσις</i>, [[κατά]] το [[πρότυπο]] του <i>νέμ</i>-<i>εσις</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''Λάχεσις:''' [ᾰ], -εως, Ιων. -ιος, ἡ (λᾰχεῖν), [[μία]] από τις [[τρεις]] Μοίρες, αυτή που μοιράζει τους κλήρους των ανθρώπων, σε Ησίοδ., Πίνδ.· βλ. [[Κλωθώ]].<br /><b class="num">II.</b> [[λάχεσις]], <i>ἡ</i>, ως προσηγορικό, [[κλήρος]], [[μοίρα]], [[προορισμός]], παρ' Ηροδ.
}}
}}

Revision as of 00:00, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Λάχεσις Medium diacritics: Λάχεσις Low diacritics: Λάχεσις Capitals: ΛΑΧΕΣΙΣ
Transliteration A: Láchesis Transliteration B: Lachesis Transliteration C: Lachesis Beta Code: *la/xesis

English (LSJ)

[ᾰ], εως, Ion. ιος, ἡ, (λαχεῖν) Lachesis, one of the three Fates,

   A Disposer of lots, Hes.Th.218, Sc.258, Pi.O.7.64, etc.; as the goddess of distribution, Plu.2.644a, cf. Arist.Mu.401b20.    II as Appellat., lot, destiny, Bacis ap. Hdt.9.43: pl., Μοιρῶν Λαχέσεων IG 5(1).602.8 (Sparta, iii A.D.).

Greek (Liddell-Scott)

Λάχεσις: -εως, Ἰων. ιος, ἡ: (λᾰχεῖν)· - μία τῶν τριῶν Μοιρῶν, ἡ διαθέτουσα τοὺς κλήρους τῶν ἀνθρώπων, Ἡσ. Θ. 218, Ἀσπ. Ἡρακλ. 258, Πινδ. Ο. 7. 118, κτλ.· ὡς θεότης τῆς διανομῆς, Πλούτ. 2. 644Α, πρβλ. Ἀριστ. π. Κόσμ. 7, 6· ἴδε ἐν λέξ. Κλωθώ. ΙΙ. ὡς προσηγορ., κλῆρος, μοῖρα, προορισμός, Βάκις παρ’ Ἡροδ. 9. 43· καὶ ἐν τῷ πληθ. Μοιρῶν λαχέσεων Συλλ. Ἐπιγρ. 1444.

French (Bailly abrégé)

εως, ion. -ιος (ἡ) :
Lachésis, l’une des trois Parques.
Étymologie: v. λάχεσις.

English (Slater)

Λᾰχεσις
   1 she who allots, one of the Moirai. ἐκέλευσεν δ' αὐτίκα (sc. Ἀέλιος) χρυσάμπυκα μὲν Λάχεσιν χεῖρας ἀντεῖναι (cf. λάχος v. 58) (O. 7.64) πολὺν ῥόθον ἵεσαν ἀπὸ στομάτων Ἐλείθυιά τε καὶ Λάχεσις at the birth of Apollo and Artemis (Pae. 12.17)

Greek Monolingual

η (Α Λάχεσις, -εως και ιων. γεν. -ιος)
μία από τις τρεις Μοίρες, η οποία κατά την αρχαία αντίληψη διέθετε τους κλήρους τών ανθρώπων και καθόριζε την τύχη της ζωής του καθενός («Κλωθώ τε Λάχεσίν τε καὶ Ἄτροπον, αἵ τε βροτοῑσι γεινομένοισι διδοῡσιν ἔχειν ἀγαθόν τε κακόν τε», Ησιόδ.)
αρχ.
1. θεότητα της διανομής
2. (ως προσηγορικό) λάχεσις
ο κλήρος, η μοίρα, η τύχη, ο προορισμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λαχ- (πρβλ. -λαχ-ον, αόρ. του λαγχάνω) + επίθημα -εσις, κατά το πρότυπο του νέμ-εσις].

Greek Monotonic

Λάχεσις: [ᾰ], -εως, Ιων. -ιος, ἡ (λᾰχεῖν), μία από τις τρεις Μοίρες, αυτή που μοιράζει τους κλήρους των ανθρώπων, σε Ησίοδ., Πίνδ.· βλ. Κλωθώ.
II. λάχεσις, , ως προσηγορικό, κλήρος, μοίρα, προορισμός, παρ' Ηροδ.