κρυφός: Difference between revisions
πλὴν τῆς τεκούσης θῆλυ πᾶν μισῶ γένος → except for the one that gave birth to me, I hate the entire genus of women
(22) |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[κουρφός]], -ή, -ό (Μ [[κρυφός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> κρυμμένος, [[αφανής]] στους άλλους, [[μυστικός]] (α. «κρυφό [[σχολειό]]» β. «[[κρυφή]] [[είσοδος]]»)<br /><b>2.</b> (για συναισθήματα) αυτός που δεν εκδηλώνεται, που δεν εκφράζεται, [[κρύφιος]], [[μύχιος]] («[[κρυφή]] [[αγάπη]]»)<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το κρυφό</i>(<i>ν</i>)<br />το [[μυστικό]], το απόρρητο («μάς κρατάει [[κάτι]] κρυφό»)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «στα [[κρυφά]]» — [[μυστικά]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[δυσδιάκριτος]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ἐν [[κρυφῇ]]» ή «εἰς τὸ κρυφόν» — [[μυστικά]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που δεν ανακοινώνει τα [[μυστικά]] του, [[κρυψίνους]]<br /><b>2.</b> [[εχέμυθος]]<br /><b>3.</b> <b>παροιμ.</b> «ο [[κόσμος]] το 'χει [[τούμπανο]] κι εσύ κρυφό [[καμάρι]]» — λέγεται για ένα παγκοίνως γνωστό [[πράγμα]] που προσπαθεί [[κάποιος]] να αποκρύψει. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[κρυφά]] και <i>κουρφά</i> και <i>κρουφά</i> (Μ <i>κρυφῶς</i>)<br />[[μυστικά]], [[λαθραία]] («βγαίνει [[κρυφά]] [[μαζί]] του»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «ζούμε [[κρυφά]] από τον θεό» — ζούμε σε πλήρη [[αφάνεια]], [[μακριά]] από τον κόσμο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίθ. [[κρυφός]] σχηματίστηκε κατ' [[απόσπαση]] από αρχ. σύνθ. όπως [[είναι]] λ.χ. το <i>κρυφο</i>-<i>γαμία</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[κοντό]]-)]. | |mltxt=και [[κουρφός]], -ή, -ό (Μ [[κρυφός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> κρυμμένος, [[αφανής]] στους άλλους, [[μυστικός]] (α. «κρυφό [[σχολειό]]» β. «[[κρυφή]] [[είσοδος]]»)<br /><b>2.</b> (για συναισθήματα) αυτός που δεν εκδηλώνεται, που δεν εκφράζεται, [[κρύφιος]], [[μύχιος]] («[[κρυφή]] [[αγάπη]]»)<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το κρυφό</i>(<i>ν</i>)<br />το [[μυστικό]], το απόρρητο («μάς κρατάει [[κάτι]] κρυφό»)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «στα [[κρυφά]]» — [[μυστικά]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[δυσδιάκριτος]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ἐν [[κρυφῇ]]» ή «εἰς τὸ κρυφόν» — [[μυστικά]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που δεν ανακοινώνει τα [[μυστικά]] του, [[κρυψίνους]]<br /><b>2.</b> [[εχέμυθος]]<br /><b>3.</b> <b>παροιμ.</b> «ο [[κόσμος]] το 'χει [[τούμπανο]] κι εσύ κρυφό [[καμάρι]]» — λέγεται για ένα παγκοίνως γνωστό [[πράγμα]] που προσπαθεί [[κάποιος]] να αποκρύψει. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[κρυφά]] και <i>κουρφά</i> και <i>κρουφά</i> (Μ <i>κρυφῶς</i>)<br />[[μυστικά]], [[λαθραία]] («βγαίνει [[κρυφά]] [[μαζί]] του»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «ζούμε [[κρυφά]] από τον θεό» — ζούμε σε πλήρη [[αφάνεια]], [[μακριά]] από τον κόσμο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίθ. [[κρυφός]] σχηματίστηκε κατ' [[απόσπαση]] από αρχ. σύνθ. όπως [[είναι]] λ.χ. το <i>κρυφο</i>-<i>γαμία</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[κοντό]]-)]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κρῠφός:''' ὁ (κρύπ-τω), κρυφὸν [[θέμεν]], [[ρίχνω]] ένα [[σύννεφο]] από πάνω, σε Πίνδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:04, 31 December 2018
English (LSJ)
ὁ,
A = κρυφιότης, Emp.27.3 (dub.); κρυφὸν θέμεν to throw a cloud over... Pi.O.2.97 (κρύφιον codd.). II lurking-place, LXX 1 Ma.2.36, 1.53. (On the accent v. Hdn.Gr.1.225.)
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
nuage LSJ.
Étymologie: κρύπτω.
English (Slater)
κρῠφός ?
1 hidden κόρος τὸ λαλαγῆσαι θέλων κρυφόν τε θέμεν ἐσλῶν καλοῖς ἔργοις (Aristarchus cf. Georgacas, Glotta 36, 164. κρύφιόν codd., κρύψιν Σ paraphr. fort. recte) (O. 2.97)
Greek Monolingual
και κουρφός, -ή, -ό (Μ κρυφός, -ή, -όν)
1. κρυμμένος, αφανής στους άλλους, μυστικός (α. «κρυφό σχολειό» β. «κρυφή είσοδος»)
2. (για συναισθήματα) αυτός που δεν εκδηλώνεται, που δεν εκφράζεται, κρύφιος, μύχιος («κρυφή αγάπη»)
3. το ουδ. ως ουσ. το κρυφό(ν)
το μυστικό, το απόρρητο («μάς κρατάει κάτι κρυφό»)
4. φρ. «στα κρυφά» — μυστικά
μσν.
1. δυσδιάκριτος
2. φρ. «ἐν κρυφῇ» ή «εἰς τὸ κρυφόν» — μυστικά
νεοελλ.
1. (για πρόσ.) αυτός που δεν ανακοινώνει τα μυστικά του, κρυψίνους
2. εχέμυθος
3. παροιμ. «ο κόσμος το 'χει τούμπανο κι εσύ κρυφό καμάρι» — λέγεται για ένα παγκοίνως γνωστό πράγμα που προσπαθεί κάποιος να αποκρύψει.
επίρρ...
κρυφά και κουρφά και κρουφά (Μ κρυφῶς)
μυστικά, λαθραία («βγαίνει κρυφά μαζί του»)
νεοελλ.
φρ. «ζούμε κρυφά από τον θεό» — ζούμε σε πλήρη αφάνεια, μακριά από τον κόσμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. κρυφός σχηματίστηκε κατ' απόσπαση από αρχ. σύνθ. όπως είναι λ.χ. το κρυφο-γαμία (πρβλ. κοντό-)].
Greek Monotonic
κρῠφός: ὁ (κρύπ-τω), κρυφὸν θέμεν, ρίχνω ένα σύννεφο από πάνω, σε Πίνδ.