κυβιστητήρ: Difference between revisions

From LSJ

μή πῃ ἡμῖν ἀπαμβλύνεται ἄλλο τι δικαιοσύνη → has our idea of justice in any way lost the edge

Source
(22)
(5)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κυβιστητήρ]], -ῆρος, ὁ (Α) [[κυβιστώ]]<br /><b>1.</b> αυτός που έχει ως [[επάγγελμα]] την [[κυβίστηση]], ο [[επαγγελματίας]] [[ακροβάτης]] και [[χορευτής]] που ήταν εξασκημένος να εκτελεί τούμπες και περιστροφικές κινήσεις στηριζόμενος στα πόδια του («δοιὼ δὲ κυβιστητῆρε κατ' αὐτοὺς μολπῆς ἐξάρχοντες ἐδίνευον κατὰ μέσσους», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[δύτης]]<br /><b>3.</b> αυτός που πέφτει με το [[κεφάλι]] («ἡμῶν τ' ἐς [[οὖδας]] εἶδες ἂν πρὸ τειχέων πυκνοὺς κυβιστητῆρας ἐκπεπνευκότας», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>ως επίθ.</b> αυτός που κυλιέται («κυβιστητήρι καρήνῴ», <b>Νόνν.</b>).
|mltxt=[[κυβιστητήρ]], -ῆρος, ὁ (Α) [[κυβιστώ]]<br /><b>1.</b> αυτός που έχει ως [[επάγγελμα]] την [[κυβίστηση]], ο [[επαγγελματίας]] [[ακροβάτης]] και [[χορευτής]] που ήταν εξασκημένος να εκτελεί τούμπες και περιστροφικές κινήσεις στηριζόμενος στα πόδια του («δοιὼ δὲ κυβιστητῆρε κατ' αὐτοὺς μολπῆς ἐξάρχοντες ἐδίνευον κατὰ μέσσους», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[δύτης]]<br /><b>3.</b> αυτός που πέφτει με το [[κεφάλι]] («ἡμῶν τ' ἐς [[οὖδας]] εἶδες ἂν πρὸ τειχέων πυκνοὺς κυβιστητῆρας ἐκπεπνευκότας», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>ως επίθ.</b> αυτός που κυλιέται («κυβιστητήρι καρήνῴ», <b>Νόνν.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''κῠβιστητήρ:''' -ῆρος, ὁ,<br /><b class="num">1.</b> [[ακροβάτης]], σε Όμηρ.<br /><b class="num">2.</b> καταδύτης, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">3.</b> αυτός που τινάζεται με το [[κεφάλι]] [[μπροστά]], σε Ευρ.
}}
}}

Revision as of 00:04, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῠβιστητήρ Medium diacritics: κυβιστητήρ Low diacritics: κυβιστητήρ Capitals: ΚΥΒΙΣΤΗΤΗΡ
Transliteration A: kybistētḗr Transliteration B: kybistētēr Transliteration C: kyvistitir Beta Code: kubisthth/r

English (LSJ)

ῆρος, ὁ,

   A tumbler, δοιὼ δὲ κυβιστητῆρε κατ' αὐτοὺς μολπῆς ἐξάρχοντες ἐδίνευον κατὰ μέσσους Il. 18.605, Od.4.18.    2 diver, Il.16.750.    3 one who pitches headlong, E.Ph.1151.    II later as Adj., tumbling, κυδοιμός Tryph. 192.

German (Pape)

[Seite 1523] ῆρος, ὁ, Einer, der sich auf den Kopf stellt od. stürzt, Gaukler, Springer, Tänzer, der ein Rad schlägt, sich kopfüber zwischen Schwerter stürzt u. dgl.; Il. 16, 750; δοιὼ δὲ κυβιστητῆρε κατ' αὐτοὺς μολπῆς ἐξάρχοντος ἐδίνευον κατὰ μέσσους 18, 605; vgl. Eur. Phoen. 1158; öfter in VLL., die auch die Formen κυβιστήρ u. κυβιστής haben u. es auch ἀρνευτήρ, κολυμβητής, der »Taucher« erkl. – Sp. auch adj., sich überschlagend, Wern. Tryphiod. 192.

Greek (Liddell-Scott)

κῠβιστητήρ: ῆρος, ὁ, ὁ ἔχων ὡς ἐπάγγελμα τὸ κυβιστᾶν, δοιὼ δὲ κυβιστητῆρε κατ’ αὐτοὺς μολπῆς ἐξάρχοντος ἐδίνευον κατὰ μέσσους Ἰλ. Σ. 605, πρβλ. Ὀδ. Δ. 18, καὶ ἴδε ἐν λ. κυβιστάω. 2) κολυμβητής, δύτης, Ἰλ. Π. 750. 3) μεταγεν. ὡς ἐπίθ., κυλινδούμενος, Wern. εἰς Τρυφ. 192.

French (Bailly abrégé)

ῆρος (ὁ) :
qui fait la culbute, càd :
1 faiseur de tours;
2 sauteur, plongeur.
Étymologie: κυβιστάω.

English (Autenrieth)

ῆρος: tumbler; diver, Il. 16.750.

Greek Monolingual

κυβιστητήρ, -ῆρος, ὁ (Α) κυβιστώ
1. αυτός που έχει ως επάγγελμα την κυβίστηση, ο επαγγελματίας ακροβάτης και χορευτής που ήταν εξασκημένος να εκτελεί τούμπες και περιστροφικές κινήσεις στηριζόμενος στα πόδια του («δοιὼ δὲ κυβιστητῆρε κατ' αὐτοὺς μολπῆς ἐξάρχοντες ἐδίνευον κατὰ μέσσους», Ομ. Ιλ.)
2. δύτης
3. αυτός που πέφτει με το κεφάλι («ἡμῶν τ' ἐς οὖδας εἶδες ἂν πρὸ τειχέων πυκνοὺς κυβιστητῆρας ἐκπεπνευκότας», Ευρ.)
4. ως επίθ. αυτός που κυλιέται («κυβιστητήρι καρήνῴ», Νόνν.).

Greek Monotonic

κῠβιστητήρ: -ῆρος, ὁ,
1. ακροβάτης, σε Όμηρ.
2. καταδύτης, σε Ομήρ. Ιλ.
3. αυτός που τινάζεται με το κεφάλι μπροστά, σε Ευρ.