λάσθη: Difference between revisions
Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann
(22) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[λάσθη]], ἡ (Α)<br />[[χλευασμός]], [[κοροϊδία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολογίας. Η λ. ανάγεται πιθ. σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>las</i>- «[[αχόρταγος]], [[ακόρεστος]]» και συνδέεται με τ. όπως [[λιλαίομαι]], [[λάσται]], λατ. <i>lascinus</i> «[[αστείος]], [[παιχνιδιάρης]]», αρχ. ινδ. <i>lasati</i> «επιθυμεί». Ο τ. παρουσιάζει [[επίθημα]] -<i>θη</i>, που, όπως και το [[επίθημα]] -<i>θος</i>, χαρακτηρίζει εκφραστικές λ. με αισχρή σημ. (<b>[[πρβλ]].</b> <i>πόσ</i>-<i>θη</i>, <i>κύσ</i>-<i>θος</i>, <i>σπύρα</i>-<i>θος</i>]. | |mltxt=[[λάσθη]], ἡ (Α)<br />[[χλευασμός]], [[κοροϊδία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολογίας. Η λ. ανάγεται πιθ. σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>las</i>- «[[αχόρταγος]], [[ακόρεστος]]» και συνδέεται με τ. όπως [[λιλαίομαι]], [[λάσται]], λατ. <i>lascinus</i> «[[αστείος]], [[παιχνιδιάρης]]», αρχ. ινδ. <i>lasati</i> «επιθυμεί». Ο τ. παρουσιάζει [[επίθημα]] -<i>θη</i>, που, όπως και το [[επίθημα]] -<i>θος</i>, χαρακτηρίζει εκφραστικές λ. με αισχρή σημ. (<b>[[πρβλ]].</b> <i>πόσ</i>-<i>θη</i>, <i>κύσ</i>-<i>θος</i>, <i>σπύρα</i>-<i>θος</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''λάσθη:''' ἡ, [[χλεύη]], [[ειρωνεία]], [[εμπαιγμός]], σε Ηρόδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:08, 31 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A mockery, insult, = Att. χλεύη, ἐπὶ γέλωτί τε καὶ λάσθῃ Hdt.6.67, cf. AP7.345.
German (Pape)
[Seite 17] ἡ, Lästerung, Schmähung, Spott, ἐπὶ γέλωτί τε καὶ λάσθῃ εἰρώτα τὸν Δημάρητον Her. 6, 67; χλεύην τε ποιεῦ καὶ γέλωτα καὶ λάσθην Aeschrio ep. (VII, 345); Schande, Aeschrio bei Ath. VIII, 335 e.
Greek (Liddell-Scott)
λάσθη: ἡ, περίγελως, ὡς τὸ Ἀττ. χλεύη, ἐπὶ γέλωτί τε καὶ λάσθῃ Ἡρόδ. 6. 67, πρβλ. Ἀνθ. Π. 7. 345· - λασθαίνω, περιπαίζω, περιγελῶ, κακολογῶ, Ἡσύχ. (ἴδε λάω Β).
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
injure, outrage, mépris.
Étymologie: DELG vieux mot tôt disparu, sans étym.
Greek Monolingual
λάσθη, ἡ (Α)
χλευασμός, κοροϊδία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Η λ. ανάγεται πιθ. σε ΙΕ ρίζα las- «αχόρταγος, ακόρεστος» και συνδέεται με τ. όπως λιλαίομαι, λάσται, λατ. lascinus «αστείος, παιχνιδιάρης», αρχ. ινδ. lasati «επιθυμεί». Ο τ. παρουσιάζει επίθημα -θη, που, όπως και το επίθημα -θος, χαρακτηρίζει εκφραστικές λ. με αισχρή σημ. (πρβλ. πόσ-θη, κύσ-θος, σπύρα-θος].