λιχανός: Difference between revisions
Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses
(23) |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ό (AM [[λιχανός]], -όν)<br />(ως επίθ. του [[δάκτυλος]] ή το αρσ. ως ουσ.) το [[μετά]] τον αντίχειρα [[δάκτυλο]], ο [[δείκτης]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που γλείφει [[κάτι]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «λιχανὸς [[σωλήν]]» — ο [[σωλήνας]] που προεξέχει από τον άμβυκα β) «λιχανὸς [[φθόγγος]]» — ο [[φθόγγος]] που αναδίδεται από τη [[χορδή]] [[λίχανος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>λιχ</i>- (μηδενισμένη [[βαθμίδα]] του θ. <i>λειχ</i>- του ρήματος [[λείχω]] «[[γλείφω]]») <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ανός</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ικ</i>-<i>ανός</i>, <i>πιθ</i>-<i>ανός</i>]. | |mltxt=-ό (AM [[λιχανός]], -όν)<br />(ως επίθ. του [[δάκτυλος]] ή το αρσ. ως ουσ.) το [[μετά]] τον αντίχειρα [[δάκτυλο]], ο [[δείκτης]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που γλείφει [[κάτι]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «λιχανὸς [[σωλήν]]» — ο [[σωλήνας]] που προεξέχει από τον άμβυκα β) «λιχανὸς [[φθόγγος]]» — ο [[φθόγγος]] που αναδίδεται από τη [[χορδή]] [[λίχανος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>λιχ</i>- (μηδενισμένη [[βαθμίδα]] του θ. <i>λειχ</i>- του ρήματος [[λείχω]] «[[γλείφω]]») <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ανός</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ικ</i>-<i>ανός</i>, <i>πιθ</i>-<i>ανός</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''λιχᾰνός:''' -όν ([[λείχω]]), ὁ [[λιχανός]] (ενν. [[δάκτυλος]]), ο [[δείκτης]] του χεριού, από την [[χρήση]] του στο [[γλείψιμο]], σε Λουκ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:08, 31 December 2018
English (LSJ)
όν, (λείχω)
A licking: ὁ λ., with or without δάκτυλος, forefinger, from its use in licking up, Hp.Art.37,al., Luc.Tim.54, Ath. 1.15d, PLips.12.9 (iii A. D.), etc. II as Subst. λίχᾰνος (sc. χορδή), ἡ, the string struck with the forefinger, and its note, Aristox. Harm.p.116 M., Arist.Pr.919a17, D.S.3.59, Plu.2.1029a, etc. III Adj., λ. σωλήν a tube of the alembic, Zos.Alch.pp.225,236 B.
Greek (Liddell-Scott)
λῐχᾰνός: -όν, (λείχω)· ὁ λ., μετὰ τοῦ δάκτυλος ἢ ἄνευ αὐτοῦ, ὁ πρῶτος δάκτυλος, ὁ δείκτης λεγόμενος, μετὰ τὸν ἀντίχειρα, δι’ οὗ λείχει, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 803, κ. ἀλλ., Λουκ. Τίμ. 54, Ἀθήν. 15D. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. λιχᾰνός (ἐξυπακ. χορδή), ἡ, ἡ χορδὴ ἡ διὰ τοῦ λιχανοῦ πληττομένη καὶ ὁ τόνος ὃν ἀποδίδει, Ἀριστ. Προβλ. 19. 20, Διόδ. 3. 59., Πλούτ. 2. 1029Α.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
l’index, le second doigt de la main.
Étymologie: R. Λιχ, v. λείχω.
Greek Monolingual
-ό (AM λιχανός, -όν)
(ως επίθ. του δάκτυλος ή το αρσ. ως ουσ.) το μετά τον αντίχειρα δάκτυλο, ο δείκτης
αρχ.
1. αυτός που γλείφει κάτι
2. φρ. α) «λιχανὸς σωλήν» — ο σωλήνας που προεξέχει από τον άμβυκα β) «λιχανὸς φθόγγος» — ο φθόγγος που αναδίδεται από τη χορδή λίχανος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λιχ- (μηδενισμένη βαθμίδα του θ. λειχ- του ρήματος λείχω «γλείφω») + επίθημα -ανός (πρβλ. ικ-ανός, πιθ-ανός].
Greek Monotonic
λιχᾰνός: -όν (λείχω), ὁ λιχανός (ενν. δάκτυλος), ο δείκτης του χεριού, από την χρήση του στο γλείψιμο, σε Λουκ.