μάρη: Difference between revisions
λέγεται δὲ καὶ κλῶνας αὐτῆς θύραις ἢ θυρίσι προστεθέντας ἀποκρούειν τὰς τῶν φαρμάκων κακουργίας → its branches attached to doors or windows are said to repel the evil of spells
(24) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μάρη]], ἡ (Α)<br />[[χέρι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Έχει διατυπωθεί η [[άποψη]] ότι η λ. [[μάρη]], [[καθώς]] και το λατ. <i>manus</i> «[[χέρι]]», ανάγονται σε αρχαίο ετερόκλιτο θ. σε <i>r</i> / <i>n</i>. Το θ. σε -<i>n</i> εμφανίζεται στο αρχ. νορβ. <i>mund</i> «[[χέρι]]», κελτ. <i>manal</i> «[[δέσμη]], [[δεμάτι]]», χεττιτ. <i>manijahh</i> «[[παίρνω]] στα χέρια, [[διοικώ]]», ενώ το θ. σε -<i>r</i> εμφανίζεται πιθ. στο αλβαν. <i>m</i><i>ā</i><i>rr</i> «[[τείνω]]». Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], λιγότερο πιθανή, αμφισβητείται η σημ. «[[χέρι]]» του τ. [[μάρη]], υποστηρίζεται ότι η λ. σημαίνει «[[εύκολος]]» (<b>[[πρβλ]].</b> τη σημ. του [[ευμαρής]]) και συνδέεται με τη λ. [[μέρος]]. Εκφράζονται αμφιβολίες, εξάλλου, αν η λ. [[είναι]] θηλυκού γένους ή [[μήπως]] [[πρέπει]] να θεωρηθεί πληθ. [[αριθμός]] ενός ουδετέρου με σιγμόληκτο [[θέμα]] (<i>τὸ μάρος</i> - <i>τὰ [[μάρη]]). Η λ. [[μάρη]] ως β' συνθετικό εμφανίζεται στα [[σύνθετα]] [[ευμαρής]] και [[δυσμαρής]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[ευχερής]], [[δυσχερής]])]. | |mltxt=[[μάρη]], ἡ (Α)<br />[[χέρι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Έχει διατυπωθεί η [[άποψη]] ότι η λ. [[μάρη]], [[καθώς]] και το λατ. <i>manus</i> «[[χέρι]]», ανάγονται σε αρχαίο ετερόκλιτο θ. σε <i>r</i> / <i>n</i>. Το θ. σε -<i>n</i> εμφανίζεται στο αρχ. νορβ. <i>mund</i> «[[χέρι]]», κελτ. <i>manal</i> «[[δέσμη]], [[δεμάτι]]», χεττιτ. <i>manijahh</i> «[[παίρνω]] στα χέρια, [[διοικώ]]», ενώ το θ. σε -<i>r</i> εμφανίζεται πιθ. στο αλβαν. <i>m</i><i>ā</i><i>rr</i> «[[τείνω]]». Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], λιγότερο πιθανή, αμφισβητείται η σημ. «[[χέρι]]» του τ. [[μάρη]], υποστηρίζεται ότι η λ. σημαίνει «[[εύκολος]]» (<b>[[πρβλ]].</b> τη σημ. του [[ευμαρής]]) και συνδέεται με τη λ. [[μέρος]]. Εκφράζονται αμφιβολίες, εξάλλου, αν η λ. [[είναι]] θηλυκού γένους ή [[μήπως]] [[πρέπει]] να θεωρηθεί πληθ. [[αριθμός]] ενός ουδετέρου με σιγμόληκτο [[θέμα]] (<i>τὸ μάρος</i> - <i>τὰ [[μάρη]]). Η λ. [[μάρη]] ως β' συνθετικό εμφανίζεται στα [[σύνθετα]] [[ευμαρής]] και [[δυσμαρής]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[ευχερής]], [[δυσχερής]])]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''μάρη:''' ἡ, [[χέρι]], σε Πίνδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:16, 31 December 2018
English (LSJ)
[ᾰ], ἡ,
A = χείρ, hand, Pi.Fr.310. (Hence εὐμαρής, εὐμάρεια.)
German (Pape)
[Seite 95] ἡ, nach Schol. Il. 15, 137 bei Pind. = χείρ, soll Stammwort von μάρπτω u. εὐμαρής sein.
Greek (Liddell-Scott)
μάρη: [ᾰ], ἡ, = χείρ, Πινδ. Ἀποσπ. 276· ὁπόθεν ἐτυμολογοῦνται αἱ λέξ. εὐμαρής, εὐμάρεια.
French (Bailly abrégé)
(ἡ) :
main.
Étymologie: DELG cf. lat. manus, alb. marr « tenir ».
Greek Monolingual
μάρη, ἡ (Α)
χέρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Έχει διατυπωθεί η άποψη ότι η λ. μάρη, καθώς και το λατ. manus «χέρι», ανάγονται σε αρχαίο ετερόκλιτο θ. σε r / n. Το θ. σε -n εμφανίζεται στο αρχ. νορβ. mund «χέρι», κελτ. manal «δέσμη, δεμάτι», χεττιτ. manijahh «παίρνω στα χέρια, διοικώ», ενώ το θ. σε -r εμφανίζεται πιθ. στο αλβαν. mārr «τείνω». Κατ' άλλη άποψη, λιγότερο πιθανή, αμφισβητείται η σημ. «χέρι» του τ. μάρη, υποστηρίζεται ότι η λ. σημαίνει «εύκολος» (πρβλ. τη σημ. του ευμαρής) και συνδέεται με τη λ. μέρος. Εκφράζονται αμφιβολίες, εξάλλου, αν η λ. είναι θηλυκού γένους ή μήπως πρέπει να θεωρηθεί πληθ. αριθμός ενός ουδετέρου με σιγμόληκτο θέμα (τὸ μάρος - τὰ μάρη). Η λ. μάρη ως β' συνθετικό εμφανίζεται στα σύνθετα ευμαρής και δυσμαρής (πρβλ. ευχερής, δυσχερής)].
Greek Monotonic
μάρη: ἡ, χέρι, σε Πίνδ.