μηδαμόσε: Difference between revisions

From LSJ

οὐχὶ σοῦσθ'; οὐκ ἐς κόρακας; οὐκ ἄπιτε; παῖε τῷ ξύλῳ → You will not go? The plague seize you! Will you not clear off? Hit them with your stick!

Source
(25)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μηδαμόσε]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b> [[προς]] κανένα [[μέρος]], [[πουθενά]] («[[μηδαμόσε]] ἀλλοσε τείνοντα», <b>Πλάτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μηδαμός]] <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>σε</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>αυτό</i>-<i>σε</i>, <i>ουδαμό</i>-<i>σε</i>)].
|mltxt=[[μηδαμόσε]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b> [[προς]] κανένα [[μέρος]], [[πουθενά]] («[[μηδαμόσε]] ἀλλοσε τείνοντα», <b>Πλάτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μηδαμός]] <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>σε</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>αυτό</i>-<i>σε</i>, <i>ουδαμό</i>-<i>σε</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μηδᾰμόσε:''' επίρρ., προς το [[πουθενά]], προς κανένα [[τόπο]], [[μηδαμόσε]] [[ἄλλοσε]], σε Πλάτ.
}}
}}

Revision as of 00:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μηδᾰμόσε Medium diacritics: μηδαμόσε Low diacritics: μηδαμόσε Capitals: ΜΗΔΑΜΟΣΕ
Transliteration A: mēdamóse Transliteration B: mēdamose Transliteration C: midamose Beta Code: mhdamo/se

English (LSJ)

Adv.

   A nowhither, μ. ἄλλοσε Pl.R. 499a.

German (Pape)

[Seite 169] nirgends wohin, correl. zu πόσε, ποῖ, μηδαμόσε ἄλλοσε τείνοντα, Plat. Rep. VI, 499 a.

Greek (Liddell-Scott)

μηδᾰμόσε: Ἐπίρρ., πρὸς οὐδὲν μέρος, μ. ἄλλοσε Πλάτ. Πολ. 499Α.

French (Bailly abrégé)

adv.
nulle part avec mouv.
Étymologie: μηδαμός, -σε.

Greek Monolingual

μηδαμόσε (Α)
επίρρ. προς κανένα μέρος, πουθενάμηδαμόσε ἀλλοσε τείνοντα», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μηδαμός + επιρρμ. κατάλ. -σε (πρβλ. αυτό-σε, ουδαμό-σε)].

Greek Monotonic

μηδᾰμόσε: επίρρ., προς το πουθενά, προς κανένα τόπο, μηδαμόσε ἄλλοσε, σε Πλάτ.