μητίετα: Difference between revisions

From LSJ

Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch

Menander, Monostichoi, 441
(25)
(5)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μητίετα]], ὁ (Α)<br />(<b>επικ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> αυτός που συμβουλεύει, [[φρόνιμος]], [[συνετός]]<br /><b>2.</b> (ως επίθ. του Δία) [[πάνσοφος]], [[επινοητικός]] («[[μητίετα]] [[Ζεύς]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Κλητική [[προσφώνηση]] [[κατά]] το [[νεφεληγερέτα]], πιθ. υποκατάστατο ενός αμάρτυρου τ. <i>μητῖτα</i> <span style="color: red;"><</span> [[μῆτις]] (Ι)].
|mltxt=[[μητίετα]], ὁ (Α)<br />(<b>επικ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> αυτός που συμβουλεύει, [[φρόνιμος]], [[συνετός]]<br /><b>2.</b> (ως επίθ. του Δία) [[πάνσοφος]], [[επινοητικός]] («[[μητίετα]] [[Ζεύς]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Κλητική [[προσφώνηση]] [[κατά]] το [[νεφεληγερέτα]], πιθ. υποκατάστατο ενός αμάρτυρου τ. <i>μητῖτα</i> <span style="color: red;"><</span> [[μῆτις]] (Ι)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μητίετα:''' ὁ ([[μῆτις]]), Επικ. αντί [[μητιέτης]], [[σύμβουλος]], ως επίθ. του [[Ζεύς]], πάνσοφε! σε Όμηρ.
}}
}}

Revision as of 00:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μητίετα Medium diacritics: μητίετα Low diacritics: μητίετα Capitals: ΜΗΤΙΕΤΑ
Transliteration A: mētíeta Transliteration B: mētieta Transliteration C: mitieta Beta Code: mhti/eta

English (LSJ)

[ῐ], ὁ, Ep. for μητιέτης,

   A counsellor, freq. in Hom., as epith. of Ζεύς, all-wise, Il.1.175, al. [μητιετᾰ, though in Hom. ᾱ always by position; later μητιέτης Corn.ND20; acc. μητιέτην, of a man, IG5 (2).156 (Tegea).]

German (Pape)

[Seite 178] bei Hom. u. Hes. in der häufig wiederkehrenden Vrbdg μητίετα Ζεύς, =

Greek (Liddell-Scott)

μητίετα: ὁ, Ἐπικ. ἀντὶ τοῦ μητιέτης, σύμβουλος, φρόνιμος, συνετός, συχν. παρ’ Ὁμ., ὡς ἐπίθ. τοῦ Διός, πάνσοφος, κατὰ τὸν Δοιδεριλ., πολύβουλος, ἐπινοητικός. (Σχηματισθὲν ἐκ τοῦ μῆτις· πρβλ. ὀφιήτης, πολιήτης) [μητιετᾰ, ἂν καὶ παρ’ Ὁμ. ἀείποτε ᾱ ἐν θέσει].

French (Bailly abrégé)

adj. m.
touj. avec le nomin. Ζεύς ou le voc. Ζεῦ;
prudent, sage.
Étymologie: μῆτις.

English (Autenrieth)

(μητίομαι), nom., for -της: counselling, ‘all-wise,’ epith. of Zeus.

Greek Monolingual

μητίετα, ὁ (Α)
(επικ. τ.)
1. αυτός που συμβουλεύει, φρόνιμος, συνετός
2. (ως επίθ. του Δία) πάνσοφος, επινοητικόςμητίετα Ζεύς», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Κλητική προσφώνηση κατά το νεφεληγερέτα, πιθ. υποκατάστατο ενός αμάρτυρου τ. μητῖτα < μῆτις (Ι)].

Greek Monotonic

μητίετα: ὁ (μῆτις), Επικ. αντί μητιέτης, σύμβουλος, ως επίθ. του Ζεύς, πάνσοφε! σε Όμηρ.