ναυαγός: Difference between revisions

From LSJ

ἄλλαι μὲν βουλαὶ ἀνθρώπων, ἄλλα δὲ Θεὸς κελεύει → man proposes, God disposes | men's wishes are different from what God orders | man's will is often different than God's decisions

Source
(26)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο και η (ΑΜ [[ναυαγός]], -όν, Α ιων. τ. [[ναυηγός]])<br />αυτός που ναυάγησε, καραβοτσακισμένος («οὐκ ἀνείλοντο τοὺς ναυαγούς», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που έχει αποτύχει στη ζωή του («[[είναι]] [[ένας]] [[ναυαγός]] του έρωτα»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>ως ουσ.</b> αυτός που οδηγεί το [[πλοίο]], ο [[καπετάνιος]], ο [[κυβερνήτης]]<br /><b>2.</b> <b>ως επίθ.</b> [[ναυαγός]], -<i>όν</i><br /><b>1.</b> αυτός που επιφέρει [[ναυάγιο]] («ναυηγοί ἄνεμοι», <b>Ανθ. Παλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[ναυηγός]] [[τάφος]]» — [[υγρός]] [[τάφος]], η [[θάλασσα]]<br />β) «[[ναυηγός]] [[μόρος]]» — [[πνιγμός]], [[θάνατος]] σε [[ναυάγιο]], <b>Ανθ. Παλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ναῦς]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ăγός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἄγνυμι]], «[[σπάζω]]») με [[έκταση]] του βραχέος <i>ă</i> εν συνθέσει ή κατ' [[επίδραση]] του μακρού <i>ᾱ</i> τών <i>κατᾱγνυμι</i>, <i>κατέᾱξα</i>. Αξιοσημείωτος ο σημασιολογικά [[παράλληλος]] [[σχηματισμός]] της Λατινικής <i>nau</i>-<i>fragus</i>, νόθο σύνθ. από το θ. <i>nau</i>- (<b>πρβλ.</b> <i>nau</i>-<i>ta</i> <span style="color: red;"><</span> ελλ. <i>ναύ</i>-<i>της</i>) <span style="color: red;">+</span> -<i>fragus</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>frango</i> «[[σπάζω]]»)].
|mltxt=ο και η (ΑΜ [[ναυαγός]], -όν, Α ιων. τ. [[ναυηγός]])<br />αυτός που ναυάγησε, καραβοτσακισμένος («οὐκ ἀνείλοντο τοὺς ναυαγούς», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που έχει αποτύχει στη ζωή του («[[είναι]] [[ένας]] [[ναυαγός]] του έρωτα»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>ως ουσ.</b> αυτός που οδηγεί το [[πλοίο]], ο [[καπετάνιος]], ο [[κυβερνήτης]]<br /><b>2.</b> <b>ως επίθ.</b> [[ναυαγός]], -<i>όν</i><br /><b>1.</b> αυτός που επιφέρει [[ναυάγιο]] («ναυηγοί ἄνεμοι», <b>Ανθ. Παλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[ναυηγός]] [[τάφος]]» — [[υγρός]] [[τάφος]], η [[θάλασσα]]<br />β) «[[ναυηγός]] [[μόρος]]» — [[πνιγμός]], [[θάνατος]] σε [[ναυάγιο]], <b>Ανθ. Παλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ναῦς]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ăγός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἄγνυμι]], «[[σπάζω]]») με [[έκταση]] του βραχέος <i>ă</i> εν συνθέσει ή κατ' [[επίδραση]] του μακρού <i>ᾱ</i> τών <i>κατᾱγνυμι</i>, <i>κατέᾱξα</i>. Αξιοσημείωτος ο σημασιολογικά [[παράλληλος]] [[σχηματισμός]] της Λατινικής <i>nau</i>-<i>fragus</i>, νόθο σύνθ. από το θ. <i>nau</i>- (<b>πρβλ.</b> <i>nau</i>-<i>ta</i> <span style="color: red;"><</span> ελλ. <i>ναύ</i>-<i>της</i>) <span style="color: red;">+</span> -<i>fragus</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>frango</i> «[[σπάζω]]»)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ναυᾱγός:''' -όν, Ιων. ναυ-ηγός (<i>ἔ-αγα</i>, παρακ. του [[ἄγνυμι]])·<br /><b class="num">1.</b> αυτός που ναυάγησε, που ξεβράστηκε στην [[παραλία]], Λατ. [[naufragus]], σε Ηρόδ., Ευρ.· <i>ναυαγοὺς ἀναιρεῖσθαι</i>, [[περισυλλέγω]] θύματα ναυαγίου, σε Ξεν.· ναυαγὸς [[τάφος]], [[τάφος]] ναυαγών, δηλ. η [[θάλασσα]], σε Ανθ.<br /><b class="num">2.</b> Ενεργ., αυτός που προκαλεί [[ναυάγιο]], <i>ἄνεμοι</i>, στον ίδ.
}}
}}

Revision as of 00:28, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ναυᾱγός Medium diacritics: ναυαγός Low diacritics: ναυαγός Capitals: ΝΑΥΑΓΟΣ
Transliteration A: nauagós Transliteration B: nauagos Transliteration C: navagos Beta Code: nauago/s

English (LSJ)

όν, Ion. ναυηγός (also in late Prose, Alciphr.1.18),

   A shipwrecked, Hdt.4.103, E.Hel.408, Philem.213.3; ναυαγοὺς ἀναιρεῖσθαι pick up shipwrecked men, X.HG1.7.4; ν. τάφος, i. e. a watery grave, AP7.76 (Diosc.); ν. μόρος ib.9.84 (Antiphan.).    2 Act., causing shipwreck, ἄνεμοι ib. 105.    II (ἄγω) = ναύαρχος, Euph.158.

German (Pape)

[Seite 230] ion. ναυηγός, Her. 4, 103, – 1) dem das Schiff zerbrochen, schiffbrüchig; ναυαγὸν ἐκπεσόντα, Eur. Hel. 546, öfter; Philem. bei Stob. fl. 30, 4; οὐκ ἀνείλοντο τοὺς ναυαγούς, Xen. Hell. 1, 7, 4; oft bei Sp.; auch ναυηγὸς μόρος, Antiphan. 6 (IX, 84). – Auch übertr., verunglückt, zu Schaden gekommen. – 2) ein Schiff führend, lenkend, Euphorion fr. 111 in Phot. bibl. 532 b 20; vgl. Suid. u. Lob. Phryn. 429; aber ναυηγοὶ ἄνεμοι, Ep. ad. 383 (IX, 105), vergleicht Mein. zu Euphor. richtig mit naufragum mare des Hor.

Greek (Liddell-Scott)

ναυᾱγός: -όν, Ἰων. ναυηγός, - τύπος ἐν χρήσει καὶ παρὰ μεταγεν. πεζογράφοις, Ἀλκίφρων 1. 18· (ἄγνυμι, ἔᾱγα)· - ὁ παθὼν ναυάγιον, ὁ ναυαγήσας, Λατ. naufragus, Σιμωνίδ. (;) 182, Ἡρόδ. 4. 103, Εὐρ. Ἑλ. 408· ναυαγοὺς ἀναιρεῖσθαι, σῴζειν τοὺς ναυαγήσαντας, Ξεν. Ἑλ. 1. 7, 4· καλυφθεὶς κύμασι ναυηγὸν σχέτλιος ἔσχε τάφον, δηλ. τὴν θάλασσαν, Ἀνθ. Π. 7. 76· οὕτω, ν. μόρος αὐτόθι 9. 84. 2) ἐνεργ., ὁ προξενῶν ἢ ἐπιφέρων ναυάγιον, ἄνεμοι αὐτόθι 9. 155. ΙΙ. (ἄγω) = ὁ τὴν ναῦν ἄγων, ὁ τῆς νεὼς ἀρχηγός, ἐν χρήσει σχολαστικῇ παρ’ Εὐφορίωνι ἐν Ἀποσπ. 111.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
qui fait ou qui a fait naufrage, naufragé.
Étymologie: ναῦς, ἄγνυμι.

Greek Monolingual

ο και η (ΑΜ ναυαγός, -όν, Α ιων. τ. ναυηγός)
αυτός που ναυάγησε, καραβοτσακισμένος («οὐκ ἀνείλοντο τοὺς ναυαγούς», Ξεν.)
νεοελλ.
μτφ. (για πρόσ.) αυτός που έχει αποτύχει στη ζωή του («είναι ένας ναυαγός του έρωτα»)
αρχ.
1. ως ουσ. αυτός που οδηγεί το πλοίο, ο καπετάνιος, ο κυβερνήτης
2. ως επίθ. ναυαγός, -όν
1. αυτός που επιφέρει ναυάγιο («ναυηγοί ἄνεμοι», Ανθ. Παλ.)
2. φρ. α) «ναυηγός τάφος» — υγρός τάφος, η θάλασσα
β) «ναυηγός μόρος» — πνιγμός, θάνατος σε ναυάγιο, Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ναῦς + -ăγός (< ἄγνυμι, «σπάζω») με έκταση του βραχέος ă εν συνθέσει ή κατ' επίδραση του μακρού τών κατᾱγνυμι, κατέᾱξα. Αξιοσημείωτος ο σημασιολογικά παράλληλος σχηματισμός της Λατινικής nau-fragus, νόθο σύνθ. από το θ. nau- (πρβλ. nau-ta < ελλ. ναύ-της) + -fragus (< frango «σπάζω»)].

Greek Monotonic

ναυᾱγός: -όν, Ιων. ναυ-ηγός (ἔ-αγα, παρακ. του ἄγνυμι
1. αυτός που ναυάγησε, που ξεβράστηκε στην παραλία, Λατ. naufragus, σε Ηρόδ., Ευρ.· ναυαγοὺς ἀναιρεῖσθαι, περισυλλέγω θύματα ναυαγίου, σε Ξεν.· ναυαγὸς τάφος, τάφος ναυαγών, δηλ. η θάλασσα, σε Ανθ.
2. Ενεργ., αυτός που προκαλεί ναυάγιο, ἄνεμοι, στον ίδ.