νύκτερος: Difference between revisions
ὤμοι, πέπληγμαι καιρίαν πληγὴν ἔσω → Alas! I am struck deep with a mortal blow! | Ah me! I am struck—a right-aimed stroke within me (Aeschylus, Agamemnon 1343)
(27) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[νύκτερος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> ο [[νυχτερινός]]<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>νύκτερον</i><br />[[κατά]] τη [[νύχτα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νύξ</i>, <i>νυκτός</i>. Με [[επίθημα]] σε -<i>ρ</i>-, <b>πρβλ.</b> [[νύκτωρ]] (για το [[ζεύγος]] [[νύκτωρ]] [[νύκτερος]], <b>πρβλ.</b> [[ὕδωρ]] —[[ὕδερος]](<b>βλ.</b> και λ. [[νύχτα]])]. | |mltxt=[[νύκτερος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> ο [[νυχτερινός]]<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>νύκτερον</i><br />[[κατά]] τη [[νύχτα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νύξ</i>, <i>νυκτός</i>. Με [[επίθημα]] σε -<i>ρ</i>-, <b>πρβλ.</b> [[νύκτωρ]] (για το [[ζεύγος]] [[νύκτωρ]] [[νύκτερος]], <b>πρβλ.</b> [[ὕδωρ]] —[[ὕδερος]](<b>βλ.</b> και λ. [[νύχτα]])]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''νύκτερος:''' -ον, = [[νυκτερινός]], σε Αισχύλ., Σοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:28, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A = νυκτερινός, μήνη A.Pr.797 ; ὀνείρατα Id.Pers.176 ; ἄστρων . . νυκτέρων ὁμήγυριν Id.Ag.4 ; ναυκληρία S.Fr.143 ; δεῖμα Id.El.410 ; ν. ἀπελωβήθη by night, Id.Aj.217 (anap.); φύλακες E.Rh.87 : also in late Prose, ν. κοίτη Luc.Am.39 : neut. as Adv., νύκτερον ἀείδουσα Arat.1023.
German (Pape)
[Seite 267] nächtlich; μήνη, Aesch. Prom. 799; ὀνείρατα, Pers. 172, öfter; νύκτερος Αἴας ἀπελωβήθη, in der Nacht, Soph. Ai. 216; νύκτεροι φύλακες, Eur. Rhes. 87, u. öfter in diesem Stück; ᾅδου νύκτερος ἀνάγκα, Hipp. 1388; sp. D., wie Antp. Sid. 87 (VII, 424).
Greek (Liddell-Scott)
νύκτερος: -ον, = νυκτερινός, νύκτ. μήνη Αἰσχύλ. Πρ. 797· ὀνείρατα Πέρσ. 176· ἄστρων ... νυκτέρων ὁμήγυρις ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 4· ναυκληρία Σοφ. Ἀποσπ. 151· δεῖμα ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 410· ν. ἀπελωβήθη, διὰ νυκτός, ἐν καιρῷ νυκτός, ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 217.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
de nuit, nocturne.
Étymologie: νύξ.
Greek Monolingual
νύκτερος, -ον (Α)
1. ο νυχτερινός
2. (το ουδ. ως επίρρ.) νύκτερον
κατά τη νύχτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νύξ, νυκτός. Με επίθημα σε -ρ-, πρβλ. νύκτωρ (για το ζεύγος νύκτωρ νύκτερος, πρβλ. ὕδωρ —ὕδερος(βλ. και λ. νύχτα)].
Greek Monotonic
νύκτερος: -ον, = νυκτερινός, σε Αισχύλ., Σοφ.