ὀβριμοεργός: Difference between revisions
αἰθὴρ δ᾽ ἐλαφραῖς πτερύγων ῥιπαῖς ὑποσυρίζει (Aeschylus, Prometheus Bound 126) → The bright air fanned | whistles and shrills with rapid beat of wings.
(28) |
(5) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ὀβριμοεργός]], -όν (Α)<br />(<b>επικ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> αυτός που εκτελεί ισχυρά, δηλ. βίαια έργα<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[άδικος]], [[ιδίως]] [[προς]] τους θεούς, [[ασεβής]], [[ανόσιος]] («[[σχέτλιος]], [[ὀβριμοεργός]], ὅς οὐκ ὅθετ' αἴσυλα (ῥέζων», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄβριμος]] «[[ισχυρός]], [[δυνατός]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>εργός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔργον]])]. | |mltxt=[[ὀβριμοεργός]], -όν (Α)<br />(<b>επικ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> αυτός που εκτελεί ισχυρά, δηλ. βίαια έργα<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[άδικος]], [[ιδίως]] [[προς]] τους θεούς, [[ασεβής]], [[ανόσιος]] («[[σχέτλιος]], [[ὀβριμοεργός]], ὅς οὐκ ὅθετ' αἴσυλα (ῥέζων», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄβριμος]] «[[ισχυρός]], [[δυνατός]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>εργός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔργον]])]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὀβρῐμοεργός:''' -όν (*[[ἔργω]]), αυτός που βιαιοπραγεί, [[ανόσιος]], σε Ομήρ. Ιλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:32, 31 December 2018
English (LSJ)
όν,
A doing strong deeds, but always in bad sense, doing deeds of violence or wrong, esp. against the gods, σχέτλιος, ὀ. Il.5.403 ; ἀτάσθαλον, ὀ. 22.418, cf. Hes.Th.996, Callin.3.
German (Pape)
[Seite 289] starke, gewaltige Thaten thuend, bes. Frevelhaftes gegen die Götter unternehmend; Il. 5, 403. 22, 418; Hes. Th. 996; Callinic. bei Strab. XIV, 647; Man. 5, 177.
Greek (Liddell-Scott)
ὀβρῐμοεργός: -όν, ὁ ἰσχυρὰ ἔργα ἐκτελῶν, ἀλλ’ ἀείποτε ἐπὶ κακῆς σημασίας, ὁ πράττων βίαια ἔργα ἄδικος, ἰδίως ἐναντίον τῶν θεῶν, ἀνόσιος, σχέτλιος, ὀβριμοεργὸς Ἰλ. Ε. 403· ἀτάσθαλον, ὀβρ. Χ. 418, πρβλ. Ἡσ. Θεογ. 996.
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
qui agit avec force ou violence, particul. hardi, audacieux, terrible.
Étymologie: ὄβριμος, ἔργον.
English (Autenrieth)
(ϝέργον): worker of grave or monstrous deeds, Il. 5.403 and Il. 22.418.
Greek Monolingual
ὀβριμοεργός, -όν (Α)
(επικ. τ.)
1. αυτός που εκτελεί ισχυρά, δηλ. βίαια έργα
2. (κατ' επέκτ.) άδικος, ιδίως προς τους θεούς, ασεβής, ανόσιος («σχέτλιος, ὀβριμοεργός, ὅς οὐκ ὅθετ' αἴσυλα (ῥέζων», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄβριμος «ισχυρός, δυνατός» + -εργός (< ἔργον)].
Greek Monotonic
ὀβρῐμοεργός: -όν (*ἔργω), αυτός που βιαιοπραγεί, ανόσιος, σε Ομήρ. Ιλ.