ὀξύγοος: Difference between revisions

From LSJ

συνετῶν μὲν ἀνδρῶν, πρὶν γενέσθαι τὰ δυσχερῆ, προνοῆσαι ὅπως μὴ γένηται· ἀνδρείων δέ, γενόμενα εὖ θέσθαι → it is the part of prudent men, before difficulties arise, to provide against their arising; and of courageous men to deal with them when they have arisen

Source
(29)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὀξύγοος]], -ον (Α)<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) αυτός που φωνάζει ή θρηνεί [[γοερά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>οξυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>γοος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>γοώ</i>), <b>πρβλ.</b> <i>αβρό</i>-<i>γοος</i>].
|mltxt=[[ὀξύγοος]], -ον (Α)<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) αυτός που φωνάζει ή θρηνεί [[γοερά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>οξυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>γοος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>γοώ</i>), <b>πρβλ.</b> <i>αβρό</i>-<i>γοος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὀξύγοος:''' -ον, αυτός που θρηνεί με [[οξεία]], τσιριχτή [[φωνή]], σε Αισχύλ.
}}
}}

Revision as of 00:52, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀξύγοος Medium diacritics: ὀξύγοος Low diacritics: οξύγοος Capitals: ΟΞΥΓΟΟΣ
Transliteration A: oxýgoos Transliteration B: oxygoos Transliteration C: oksygoos Beta Code: o)cu/goos

English (LSJ)

ον,

   A shrill-wailing, λιταί A.Th.320 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 352] hell, laut klagend, λιταί, Aesch. Spt. 802.

Greek (Liddell-Scott)

ὀξύγοος: -ον, ὁ ὀξέως γοῶν, θρηνῶν, λιταὶ Αἰσχύλ. Θήβ. 320.

French (Bailly abrégé)

οος, οον;
accompagné de gémissements aigus, perçants.
Étymologie: ὀξύς, γόος.

Greek Monolingual

ὀξύγοος, -ον (Α)
(ποιητ. τ.) αυτός που φωνάζει ή θρηνεί γοερά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ- + -γοος (< γοώ), πρβλ. αβρό-γοος].

Greek Monotonic

ὀξύγοος: -ον, αυτός που θρηνεί με οξεία, τσιριχτή φωνή, σε Αισχύλ.