πεζοπόρος: Difference between revisions
Τί κοινότατον; ἐλπίς. καὶ γὰρ οἷς ἄλλο μηδέν, αὕτη πάρεστι → What is most common? Hope. For those who have nothing else, that is always there.
(31) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ο / [[πεζοπόρος]], -ον, ΝΜΑ<br />αυτός που πορεύεται στην [[ξηρά]] και όχι στη [[θάλασσα]], [[οδοιπόρος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> α) αυτός που διανύει μια [[απόσταση]] με τα πόδια στην [[ξηρά]], [[πεζοδρόμος]]<br />β) αυτός που [[είναι]] [[ικανός]] για [[πεζοπορία]] («[[είναι]] [[δεινός]] [[πεζοπόρος]]»)<br />γ) <b>ζωολ.</b> [[γένος]] παπαγάλων της Αυστραλίας που ανήκουν στην [[οικογένεια]] τών πλατυκερκιδών και χαρακτηρίζονται από το επίμηκες [[σώμα]] τους<br /><b>αρχ.</b><br />(για τον Ξέρξη όταν πέρασε τη [[γέφυρα]] στον Ελλήσποντο) αυτός που περπατά σε [[γέφυρα]] [[πάνω]] από [[θάλασσα]] («ναύτην ἠπείρου, πεζοπόρον πελάγους», Παρμεν.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πεζός]] <span style="color: red;">+</span> -[[πόρος]] (<span style="color: red;"><</span> [[πόρος]]), <b>πρβλ.</b> <i>θαλασσο</i>-[[πόρος]]. | |mltxt=-ο / [[πεζοπόρος]], -ον, ΝΜΑ<br />αυτός που πορεύεται στην [[ξηρά]] και όχι στη [[θάλασσα]], [[οδοιπόρος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> α) αυτός που διανύει μια [[απόσταση]] με τα πόδια στην [[ξηρά]], [[πεζοδρόμος]]<br />β) αυτός που [[είναι]] [[ικανός]] για [[πεζοπορία]] («[[είναι]] [[δεινός]] [[πεζοπόρος]]»)<br />γ) <b>ζωολ.</b> [[γένος]] παπαγάλων της Αυστραλίας που ανήκουν στην [[οικογένεια]] τών πλατυκερκιδών και χαρακτηρίζονται από το επίμηκες [[σώμα]] τους<br /><b>αρχ.</b><br />(για τον Ξέρξη όταν πέρασε τη [[γέφυρα]] στον Ελλήσποντο) αυτός που περπατά σε [[γέφυρα]] [[πάνω]] από [[θάλασσα]] («ναύτην ἠπείρου, πεζοπόρον πελάγους», Παρμεν.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πεζός]] <span style="color: red;">+</span> -[[πόρος]] (<span style="color: red;"><</span> [[πόρος]]), <b>πρβλ.</b> <i>θαλασσο</i>-[[πόρος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''πεζοπόρος:''' -ον, αυτός που βαδίζει στην [[ξηρά]], σε Ανθ.· [[ναύτης]] ἠπείρου, [[πεζοπόρος]] πελάγους, λέγεται για τον Ξέρξη, στο ίδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:00, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A going by land, οὐ ναύταν ποσσὶ δὲ π. AP12.53 (Mel.) ; ναύτην ἠπείρου, π. πελάγους, of Xerxes, ib.9.304 (Parmen.).
German (Pape)
[Seite 542] zu Fuße gehend oder reisend; ποσσί, Mel. 80 (XII, 53); πελάγους, Parmen. 9 (IX, 304).
Greek (Liddell-Scott)
πεζοπόρος: -ον, ὁ κατὰ ξηρὰν ὁδοιπορῶν, οὐ ναύταν ποσσὶ δὲ π. Ἀνθ. Π. 12. 53· ναύτην ἠπείρου, π. πελάγους, ἐπὶ τοῦ Ξέρξου (ἴδε πεζεύω), αὐτόθι 9. 304.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui va à pied, qui va sur terre.
Étymologie: πεζός, πορεύομαι.
Greek Monolingual
-ο / πεζοπόρος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που πορεύεται στην ξηρά και όχι στη θάλασσα, οδοιπόρος
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. α) αυτός που διανύει μια απόσταση με τα πόδια στην ξηρά, πεζοδρόμος
β) αυτός που είναι ικανός για πεζοπορία («είναι δεινός πεζοπόρος»)
γ) ζωολ. γένος παπαγάλων της Αυστραλίας που ανήκουν στην οικογένεια τών πλατυκερκιδών και χαρακτηρίζονται από το επίμηκες σώμα τους
αρχ.
(για τον Ξέρξη όταν πέρασε τη γέφυρα στον Ελλήσποντο) αυτός που περπατά σε γέφυρα πάνω από θάλασσα («ναύτην ἠπείρου, πεζοπόρον πελάγους», Παρμεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεζός + -πόρος (< πόρος), πρβλ. θαλασσο-πόρος.
Greek Monotonic
πεζοπόρος: -ον, αυτός που βαδίζει στην ξηρά, σε Ανθ.· ναύτης ἠπείρου, πεζοπόρος πελάγους, λέγεται για τον Ξέρξη, στο ίδ.