περιδρομή: Difference between revisions

From LSJ

Γυναικὸς ἐσθλῆς ἐπιτυχεῖν οὐ ῥᾴδιον → Certe invenire feminam haud facile est bonam → Ein braves Eheweib zu finden ist nicht leicht

Menander, Monostichoi, 94
(32)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=η, ΝΜΑ<br />το να τρέχει [[κάποιος]] [[γύρω]] [[γύρω]] ή εδώ κι [[εκεί]] (α. «περιδρομὴν ποιεῑσθαι», <b>Ξεν.</b><br />β. «πλάναι τε καὶ περιδρομαί», <b>Πλούτ.</b>)<br />(μσν. αρχ.) το να τριγυρίζει [[κανείς]] κάποιον για να τον κολακέψει (α. «προσδριῶν διὰ πλείστης ὅσης περιδρομῆς κρατήσαντες», <b>Ευστ.</b><br />β. «ἱερωσύνην περιδρομῇ ἥρπασας», Ισίδ. Πηλ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[περιστροφή]], [[κύκλος]] («ἑπτὰ περιδρομὰς ἐτῶν», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> γρήγορη [[επίθεση]] από όλα τα [[σημεία]] («περιδρομὴ στρατιωτῶν», Δίων Κάσσ.)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «περιδρομὴ θεραπείας» — η [[περίοδος]] της θεραπείας (Δίων Κάσσ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[δρομή]] (<span style="color: red;"><</span> [[δραμεῖν]] απρμφ. αορ. του [[τρέχω]]), τ. που εμφανίζει την ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] της ρίζας <i>δρεμ</i>- (<b>πρβλ.</b> [[ἔδραμον]], που εμφανίζει τη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]])].
|mltxt=η, ΝΜΑ<br />το να τρέχει [[κάποιος]] [[γύρω]] [[γύρω]] ή εδώ κι [[εκεί]] (α. «περιδρομὴν ποιεῑσθαι», <b>Ξεν.</b><br />β. «πλάναι τε καὶ περιδρομαί», <b>Πλούτ.</b>)<br />(μσν. αρχ.) το να τριγυρίζει [[κανείς]] κάποιον για να τον κολακέψει (α. «προσδριῶν διὰ πλείστης ὅσης περιδρομῆς κρατήσαντες», <b>Ευστ.</b><br />β. «ἱερωσύνην περιδρομῇ ἥρπασας», Ισίδ. Πηλ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[περιστροφή]], [[κύκλος]] («ἑπτὰ περιδρομὰς ἐτῶν», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> γρήγορη [[επίθεση]] από όλα τα [[σημεία]] («περιδρομὴ στρατιωτῶν», Δίων Κάσσ.)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «περιδρομὴ θεραπείας» — η [[περίοδος]] της θεραπείας (Δίων Κάσσ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[δρομή]] (<span style="color: red;"><</span> [[δραμεῖν]] απρμφ. αορ. του [[τρέχω]]), τ. που εμφανίζει την ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] της ρίζας <i>δρεμ</i>- (<b>πρβλ.</b> [[ἔδραμον]], που εμφανίζει τη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''περιδρομή:''' ἡ (περιδρᾰμεῖν),·<br /><b class="num">1.</b> [[τρέξιμο]] γύρω από, σε Πλούτ.· <i>περιδρομὴ ποιεῖσθαι</i>, κάνοντας [[περιστροφή]], σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[περιφορά]], [[τροχιά]], σε Ευρ.
}}
}}

Revision as of 01:00, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιδρομή Medium diacritics: περιδρομή Low diacritics: περιδρομή Capitals: ΠΕΡΙΔΡΟΜΗ
Transliteration A: peridromḗ Transliteration B: peridromē Transliteration C: peridromi Beta Code: peridromh/

English (LSJ)

ἡ,

   A running round, encircling, Plu.Aem.20 (pl.); πλάναι καὶ -δρομαί Id.2.493d, etc. ; π. ποιεῖσθαι wheel about, X.Cyn.10.11.    2 revolution, περιδρομαὶ ἐτῶν E.Hel.776.    3 a military manoeuvre, = Lat. decursio, στρατιωτῶν D.C.76.15 ; π. ἐνόπλιοι Id.77.16.    II κατὰ περιδρομήν cursorily, J.AJ20.12.1 ; ἐκ π. Ptol.Tetr.55.    III getting round, cajolery, Memn.8.1, PLond.2.415.12 (iv A. D.); π. θεραπείας, = Lat. ambitus, D.C.78.22.

German (Pape)

[Seite 573] ἡ, das Herumlaufen, der Umlauf; διῆλθον ἑπτὰ περιδρομὰς ἐτῶν, Eur. Hel. 782; Plut. de superst. 11 u. öfter u. a. Sp.; auch Umgehung, Ueberlistung, Memnon. 8.

Greek (Liddell-Scott)

περιδρομή: ἡ, τὸ περιτρέχειν, Πλουτ. Αἰμίλ. 20, κτλ.· π. ποιεῖσθαι, περιστρέφεσθαι, περιτρέχειν, Ξεν. Κυν. 10, 11. 2) περιστροφή, κύκλος, περιδρομαὶ ἐτῶν Εὐρ. Ἑλ. 776· ἡ τοῦ ἡλίου π. Πλούτ. 2. 886C, κτλ. ΙΙ. τὸ περιτρέχειν, χρώμενα πλάναις καὶ περιδρομαῖς, ἐπὶ ζῴων, αὐτόθι 493D. ΙΙΙ. ἐξαπάτησις, Μέμνων 8.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
1 course autour, course circulaire, circuit;
2 fig. action de circonvenir, fraude.
Étymologie: περίδρομος.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ
το να τρέχει κάποιος γύρω γύρω ή εδώ κι εκεί (α. «περιδρομὴν ποιεῑσθαι», Ξεν.
β. «πλάναι τε καὶ περιδρομαί», Πλούτ.)
(μσν. αρχ.) το να τριγυρίζει κανείς κάποιον για να τον κολακέψει (α. «προσδριῶν διὰ πλείστης ὅσης περιδρομῆς κρατήσαντες», Ευστ.
β. «ἱερωσύνην περιδρομῇ ἥρπασας», Ισίδ. Πηλ.)
αρχ.
1. περιστροφή, κύκλος («ἑπτὰ περιδρομὰς ἐτῶν», Ευρ.)
2. γρήγορη επίθεση από όλα τα σημεία («περιδρομὴ στρατιωτῶν», Δίων Κάσσ.)
3. φρ. «περιδρομὴ θεραπείας» — η περίοδος της θεραπείας (Δίων Κάσσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + δρομή (< δραμεῖν απρμφ. αορ. του τρέχω), τ. που εμφανίζει την ετεροιωμένη βαθμίδα της ρίζας δρεμ- (πρβλ. ἔδραμον, που εμφανίζει τη συνεσταλμένη βαθμίδα)].

Greek Monotonic

περιδρομή: ἡ (περιδρᾰμεῖν),·
1. τρέξιμο γύρω από, σε Πλούτ.· περιδρομὴ ποιεῖσθαι, κάνοντας περιστροφή, σε Ξεν.
2. περιφορά, τροχιά, σε Ευρ.