περιοικίς: Difference between revisions
τί δ' ἢν ῥαφανιδωθῇ πιθόμενός σοι τέφρᾳ τε τιλθῇ, ἕξει τινὰ γνώμην λέγειν τὸ μὴ εὐρύπρωκτος εἶναι; → What if he should have a radish shoved up his ass because he trusted you and then have hot ashes rip off his hair? What argument will he be able to offer to prevent himself from having a gaping-anus | but suppose he trusts in your advice and gets a radish rammed right up his arse, and his pubic hairs are burned with red-hot cinders. Will he have some reasoned argument to demonstrate he's not a loose-arsed bugger
(32) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-[[ίδος]], ἡ, Α<br /><b>1.</b> <b>ως επίθ.</b> γειτονική (α. «νήσων τῶν περιοικίδων», <b>Θουκ.</b><br />β) «τὰς περιοικίδας κώμας», <b>Πολ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>ως ουσ.</b> α) η [[περιοχή]] [[γύρω]] από [[πόλη]], τα [[περίχωρα]] («καὶ τῶν [[αὐτόθεν]] ἐκ τῆς περιοικίδος Ἡλείων μάχῃ ἐκράτησαν», <b>Θουκ.</b>)<br />β) [[πόλη]] κατοικούμενη από περιοίκους, [[πόλη]] που δεν ήταν αυτόνομη («ὧν αἱ πλεῑσται περιοικίδες γεγόνασιν», <b>Στράβ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[περίοικος]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ίς</i>, -[[ίδος]]]. | |mltxt=-[[ίδος]], ἡ, Α<br /><b>1.</b> <b>ως επίθ.</b> γειτονική (α. «νήσων τῶν περιοικίδων», <b>Θουκ.</b><br />β) «τὰς περιοικίδας κώμας», <b>Πολ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>ως ουσ.</b> α) η [[περιοχή]] [[γύρω]] από [[πόλη]], τα [[περίχωρα]] («καὶ τῶν [[αὐτόθεν]] ἐκ τῆς περιοικίδος Ἡλείων μάχῃ ἐκράτησαν», <b>Θουκ.</b>)<br />β) [[πόλη]] κατοικούμενη από περιοίκους, [[πόλη]] που δεν ήταν αυτόνομη («ὧν αἱ πλεῑσται περιοικίδες γεγόνασιν», <b>Στράβ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[περίοικος]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ίς</i>, -[[ίδος]]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''περιοικίς:''' -[[ίδος]], ἡ, θηλ. του [[περίοικος]]·<br /><b class="num">I.</b> αυτή που κατοικεί ή βρίσκεται [[ολόγυρα]], γειτονική, σε Ηρόδ., Θουκ.<br /><b class="num">II. 1.</b> ως ουσ. (ενν. <i>γῆ</i>, [[χώρα]]), η [[περιοχή]] που βρίσκεται γύρω από την πόλη, το [[προάστιο]], σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> πόλη <i>περιοίκων</i>, πόλη μη ανεξάρτητη, σε Αριστ. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:00, 31 December 2018
English (LSJ)
ίδος, ἡ, pecul. fem. of περίοικος,
A dwelling or lying round about, neighbouring, [πόλιες] Hdt.1.76, 9.115, cf. X.HG3.2.23 ; νῆσοι Th.1.9 ; κῶμαι Plb.5.8.4, Plu.Cat.Ma. 1. II as Subst. (sc. γῆ, χώρα), country round a town, as of Sparta, Th.3.16 ; of Elis, Id.2.25. 2 town of περίοικοι, dependent town, Arist.Pol.1320b6, Po.1448a36, Str.10.2.2, 6.1.6 (v.l. περιοικίας).
German (Pape)
[Seite 584] ἡ, eigtl. bes. fem. zu περίοικος; πόλεις, ringsumher liegend, bewohnt, Her. 1, 76. 9, 115; vgl. Strab. 6, 1, 6 u. Arist. pol. 6, 5, νῆσοι, Thuc. 1, 9, auch ἡ περιοικίς, sc. γῆ, 2, 25, das Land umher; αἱ περιοικίδες κῶμαι, Pol. 5, 8, 4, wie Plut. Philop. 13 (s. συντέλεια); nach Arist. poet. 2 sagten die Dorier κώμη für ἡ περιοικίς.
Greek (Liddell-Scott)
περιοικίς: -ίδος, ἡ, ἀνώμαλον θηλ. τοῦ περίοικος, ἡ πειμένη πλησίον που, γειτονική, γειτνιάζουσα, πόλεις Ἡρόδ. 1. 76., 9. 115, Ξεν. Ἑλλ. 3. 2, 23· νῆσοι Θουκ. 1. 9.· ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. (ἐξυπακ. τοῦ γῆ, χώρα), ἡ χώρα ἡ πέριξ πόλεώς τινος, ὁ αὐτ. 3. 16 τὰ προάστεια, 2. 25· - τοιαῦτα δὲ χωρία ἐκαλοῦντο ὑπὸ μὲν τῶν Δωριέων κῶμαι, ὑπὸ δὲ τῶν Ἀθηναίων δῆμοι, Ἀριστ. Ποιητ. 3. 6· καὶ ὁ Πολύβ. ὁμιλεῖ περὶ περιοικίδων κωμῶν 5. 8, 4. 2) πόλις τῶν περιοίκων, πόλις οὐχὶ ἀνεξάρτητος, Ἀριστ. Πολιτικ. 6. 5, 9, Στράβ. 450· ὅθεν διορθωτέον περιοικίδας, ἀντὶ -ίας παρὰ Στράβ. 258· - πρβλ. περίοικος ΙΙ.
French (Bailly abrégé)
ίδος
1 adj. f. situé alentour, aux environs;
2 subst. ἡ περιοικίς (γῆ) la campagne d’alentour.
Étymologie: περίοικος.
Greek Monolingual
-ίδος, ἡ, Α
1. ως επίθ. γειτονική (α. «νήσων τῶν περιοικίδων», Θουκ.
β) «τὰς περιοικίδας κώμας», Πολ.)
2. ως ουσ. α) η περιοχή γύρω από πόλη, τα περίχωρα («καὶ τῶν αὐτόθεν ἐκ τῆς περιοικίδος Ἡλείων μάχῃ ἐκράτησαν», Θουκ.)
β) πόλη κατοικούμενη από περιοίκους, πόλη που δεν ήταν αυτόνομη («ὧν αἱ πλεῑσται περιοικίδες γεγόνασιν», Στράβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περίοικος + επίθημα -ίς, -ίδος].
Greek Monotonic
περιοικίς: -ίδος, ἡ, θηλ. του περίοικος·
I. αυτή που κατοικεί ή βρίσκεται ολόγυρα, γειτονική, σε Ηρόδ., Θουκ.
II. 1. ως ουσ. (ενν. γῆ, χώρα), η περιοχή που βρίσκεται γύρω από την πόλη, το προάστιο, σε Θουκ.
2. πόλη περιοίκων, πόλη μη ανεξάρτητη, σε Αριστ.