πηγαῖος: Difference between revisions
οὐ κύριος ὑπὲρ μέδιμνόν ἐστ' ἀνὴρ οὐδεὶς ἔτι → he is no better than a woman, no man is any longer permitted to transact business over the one-bushel limit?
(32) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-α, -ο / πηγαῑος, -αία, -ον, ΝΜΑ<br />(για [[νερό]]) αυτός που ρέει ή αντλείται από [[πηγή]] (α. «πηγαῑα ὕδατα», Ιπποκρ. β. «πηγαῑον [[ἄχθος]]» — [[αγγείο]] γεμάτο [[νερό]] από [[πηγή]], <b>Ευρ.</b><br />γ. «πηγαῑον [[ῥέος]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που μοιάζει σαν να προέρχεται απευθείας από [[πηγή]], [[αυθόρμητος]], [[αβίαστος]], [[γνήσιος]] (α. «πηγαίο [[ταλέντο]]» β. «πηγαία [[καλοσύνη]]»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[εκείνος]] που ανήκει στην πρώτη [[πηγή]], που προέρχεται από τον θεό<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ πηγαῑον</i> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «αρδάνιον»<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «πηγαῑαι Κόραι» — οι Νύμφες (<b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πηγή]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αῖος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>μοιρ</i>-<i>αίος</i>)]. | |mltxt=-α, -ο / πηγαῑος, -αία, -ον, ΝΜΑ<br />(για [[νερό]]) αυτός που ρέει ή αντλείται από [[πηγή]] (α. «πηγαῑα ὕδατα», Ιπποκρ. β. «πηγαῑον [[ἄχθος]]» — [[αγγείο]] γεμάτο [[νερό]] από [[πηγή]], <b>Ευρ.</b><br />γ. «πηγαῑον [[ῥέος]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που μοιάζει σαν να προέρχεται απευθείας από [[πηγή]], [[αυθόρμητος]], [[αβίαστος]], [[γνήσιος]] (α. «πηγαίο [[ταλέντο]]» β. «πηγαία [[καλοσύνη]]»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[εκείνος]] που ανήκει στην πρώτη [[πηγή]], που προέρχεται από τον θεό<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ πηγαῑον</i> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «αρδάνιον»<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «πηγαῑαι Κόραι» — οι Νύμφες (<b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πηγή]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αῖος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>μοιρ</i>-<i>αίος</i>)]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''πηγαῖος:''' -α, -ον και -ος, -ον ([[πηγή]]), αυτός που ανήκει ή προέρχεται από [[πηγάδι]], πηγαῖον [[ῥέος]], [[νερό]] από την [[πηγή]], σε Αισχύλ.· πηγαῖον [[ἄχθος]], το [[βάρος]] ενός δοχείου με [[νερό]], σε Ευρ.· <i>πηγαῖαι κόραι</i>, Νύμφες των υδάτων, στον ίδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:04, 31 December 2018
English (LSJ)
α, ον, also ος, ον E.Alc.99(lyr.) :—
A from a spring, ὕδατα Hp.Aër.8 ; π. ῥέος spring-water, A.Ag.901 ; χέρνιψ E. l. c. ; π. ἄχθος a weight of water, Id.El.108 ; π. κόραι water Nymphs, Id.Rh.929 ; π. ὕδωρ, ὕδατα, Pl.Lg.845e, Criti.113e ; opp. συλλογιμαῖα, Arist.Mete.353b25 : metaph., belonging to the primal source, Dam.Pr.96. Adv.-αίως Procl.in Prm.p.566S. II πηγαῖον, τό, = ἀρδάνιον, Hsch.
German (Pape)
[Seite 608] Eur. auch 2 Endgn, von, aus, bei der Quelle; ῥέος, Aesch. Ag. 875; πηγαῖον χέρνιβα, Eur. Alc. 99; πηγαίαις κόραις, Rhes. 929; ὕδατα πηγαῖα, Plat. Critia. 113 e, wie Pol. 10, 28, 3 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
πηγαῖος: -α, -ον, ὡσαύτως, ος, ον, Εὐρ. Ἄλκ. 99· (πηγή)· ― ὁ ἐκ πηγῆς ἢ πλησίον πηγῆς, Ἱππ. π. Ἀέρ. 285· π. ῥέος, ὕδωρ ἐκ πηγῆς, Αἰσχύλ. Ἀγ. 901· χέρνιψ Εὐρ., ἔνθ’ ἀνωτ.· μεταφορ., π. ἄχθος, ἀγγεῖον πλῆρες πηγαίου ὕδατος, ἀλλ’ εἰσορῶ γὰρ τήνδε προσπόλων τινὰ πηγαῖον ἄχθος ἐν κεκαρμένῳ κάρᾳ φέρουσαν ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 108· π κόραι, Νύμφαι τῶν ὑδάτων, ὁ αὐτ. ἐν Ρήσ. 929· π. ὕδωρ, ὕδατα Πλάτ. Νόμ. 845E, Κριτί. 113E· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ συλλογιμαῖα, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 1, 6.
French (Bailly abrégé)
α ou poét. ος, ον :
de source, qui coule d’une source ou d’une fontaine.
Étymologie: πηγή.
Greek Monolingual
-α, -ο / πηγαῑος, -αία, -ον, ΝΜΑ
(για νερό) αυτός που ρέει ή αντλείται από πηγή (α. «πηγαῑα ὕδατα», Ιπποκρ. β. «πηγαῑον ἄχθος» — αγγείο γεμάτο νερό από πηγή, Ευρ.
γ. «πηγαῑον ῥέος», Αισχύλ.)
νεοελλ.
αυτός που μοιάζει σαν να προέρχεται απευθείας από πηγή, αυθόρμητος, αβίαστος, γνήσιος (α. «πηγαίο ταλέντο» β. «πηγαία καλοσύνη»)
μσν.-αρχ.
εκείνος που ανήκει στην πρώτη πηγή, που προέρχεται από τον θεό
αρχ.
1. το ουδ. ως ουσ. τὸ πηγαῑον (κατά τον Ησύχ.) «αρδάνιον»
2. φρ. «πηγαῑαι Κόραι» — οι Νύμφες (Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πηγή + κατάλ. -αῖος (πρβλ. μοιρ-αίος)].
Greek Monotonic
πηγαῖος: -α, -ον και -ος, -ον (πηγή), αυτός που ανήκει ή προέρχεται από πηγάδι, πηγαῖον ῥέος, νερό από την πηγή, σε Αισχύλ.· πηγαῖον ἄχθος, το βάρος ενός δοχείου με νερό, σε Ευρ.· πηγαῖαι κόραι, Νύμφες των υδάτων, στον ίδ.