προβλώσκω: Difference between revisions

From LSJ

ἔγνω δὲ φώρ τε φῶρα καὶ λύκος λύκον → the thief knows the thief and the wolf knows the wolf, and thief knows thief and wolf his fellow wolf, set a thief to catch a thief

Source
(34)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br />(<b>επικ. τ.</b>) [[πηγαίνω]] ή [[έρχομαι]] [[προς]] τα [[εμπρός]], [[παρουσιάζομαι]], [[εξέρχομαι]] από [[σπίτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[βλώσκω]] «[[πηγαίνω]], [[έρχομαι]]»].
|mltxt=Α<br />(<b>επικ. τ.</b>) [[πηγαίνω]] ή [[έρχομαι]] [[προς]] τα [[εμπρός]], [[παρουσιάζομαι]], [[εξέρχομαι]] από [[σπίτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[βλώσκω]] «[[πηγαίνω]], [[έρχομαι]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''προβλώσκω:''' Επικ. απαρ. <i>-βλωσκέμεν</i>, αόρ. βʹ απαρ. [[προμολεῖν]]· [[πηγαίνω]] ή [[έρχομαι]], [[εξέρχομαι]] από το [[σπίτι]], σε Όμηρ.
}}
}}

Revision as of 01:16, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προβλώσκω Medium diacritics: προβλώσκω Low diacritics: προβλώσκω Capitals: ΠΡΟΒΛΩΣΚΩ
Transliteration A: problṓskō Transliteration B: problōskō Transliteration C: provlosko Beta Code: problw/skw

English (LSJ)

aor. inf. προμολεῖν,

   A go or come forth, go out of the house, δμῳὰς δ' οὐκ εἴας προβλωσκέμεν Od.19.25; ὁ δὲ προμολών 4.22, cf.24.388, Il.21.37; μή τι θύραζε προβλώσκειν Od.21.239, cf.Opp.H. 2.252: c.gen., προβλώσκειν μεγάρων Orph.Fr.270.6.

German (Pape)

[Seite 712] (s. βλώσκω), hervorgehen, herausgehen; δμωὰς δ' οὐκ εἴας προβλωσκέμεν, Od. 19, 25; θύραζε, 21, 239. 385; προμολοῦσα, Il. 18, 382; πρόμολ' ὧδε, 392, u. öfter.

Greek (Liddell-Scott)

προβλώσκω: ἀόρ. ἀπαρ. προμολεῖν· ― ὑπάγωἔρχομαι, παρουσιάζομαι, ἐξέρχομαι τῆς οἰκίας, δμωὰς δ’ οὐκ εἴα προβλωσκέμεν, «προϊέναι, προέρχεσθαι» (Σχόλ.), Ὀδ. Τ. 25· ὁ δὲ προμολὼν Δ. 22, πρβλ. Ω. 388, Ἰλ. Φ. 37· μή τι θύραζε προβλώσκειν Ὀδ. Φ. 239, 385.

French (Bailly abrégé)

prés. et ao.2;
s’avancer, sortir.
Étymologie: πρό, βλώσκω.

English (Autenrieth)

inf. προβλωσκέμεν, aor. 2 πρόμολον, imp. πρόμολε, part. -ών, -οῦσα: come or go forward or forth.

Greek Monolingual

Α
(επικ. τ.) πηγαίνω ή έρχομαι προς τα εμπρός, παρουσιάζομαι, εξέρχομαι από σπίτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + βλώσκω «πηγαίνω, έρχομαι»].

Greek Monotonic

προβλώσκω: Επικ. απαρ. -βλωσκέμεν, αόρ. βʹ απαρ. προμολεῖν· πηγαίνω ή έρχομαι, εξέρχομαι από το σπίτι, σε Όμηρ.