Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

προοδοποιέω: Difference between revisions

From LSJ

Νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → They manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous

Euripides, Melanippe Captiva, Fragment 6.11
(Bailly1_4)
(6)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>ao.</i> προωδοποίησα, <i>pf.</i> προωδοποίηκα ; <i>pf. Pass.</i> προωδοποίημαι;<br />ouvrir <i>ou</i> frayer le chemin ; προοδοποιεῖν τινι ARSTT ouvrir la voie, donner accès à qch (à la peur, à l’étude, <i>etc.</i>) ; <i>Pass.</i> être préparé, disposé : [[πρός]] [[τι]] à qch.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[ὁδοποιέω]].
|btext=-ῶ :<br /><i>ao.</i> προωδοποίησα, <i>pf.</i> προωδοποίηκα ; <i>pf. Pass.</i> προωδοποίημαι;<br />ouvrir <i>ou</i> frayer le chemin ; προοδοποιεῖν τινι ARSTT ouvrir la voie, donner accès à qch (à la peur, à l’étude, <i>etc.</i>) ; <i>Pass.</i> être préparé, disposé : [[πρός]] [[τι]] à qch.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[ὁδοποιέω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''προοδοποιέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, παρακ. <i>προωδοποίηκα</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[ετοιμάζω]] τον δρόμο από [[πριν]], <i>τινί</i>, για κάποιον, σε Αριστ.<br /><b class="num">II.</b> με αιτ., [[ετοιμάζω]] από [[πριν]], σε Πλούτ. — Παθ., ετοιμάζομαι από [[πριν]], σε Αριστ.· μτχ. <i>προωδοποιημένος</i>, <i>-η</i>, <i>-ον</i>, προετοιμασμένος, [[έτοιμος]], στον ίδ.
}}
}}

Revision as of 01:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προοδοποιέω Medium diacritics: προοδοποιέω Low diacritics: προοδοποιέω Capitals: ΠΡΟΟΔΟΠΟΙΕΩ
Transliteration A: proodopoiéō Transliteration B: proodopoieō Transliteration C: proodopoieo Beta Code: proodopoie/w

English (LSJ)

aor.

   A προωδοποίησα Arist.Pr.867a39: pf. προωδοποίηκα Id.Rh.1389b31:—Pass. προωδοποίημαι Id.PA650b28, 651b10, GA 770b3, al.; so that the forms προωδο-πεποίηκα, -πεποίημαι in Pr.954b12, Pol.1270a4, are prob. corrupt:—prepare or pave the way, τὸ γῆρας π. τῇ δειλίᾳ Arist.Rh. l. c.; πάντα π. πρὸς .. make all preparations for... Id.Pol.1336a32; πρὸς τὴν ἀλήθειαν Jul.Or.7.217c: abs., Plu.2.664a:—Med., make one's way, tend in a certain direction, πρὸς τὸ ἄνω Arist.PA671b31, cf. Pr.867a36, Thphr.Sud.28.    II c. acc., prepare beforehand, τὸ σῶμα πρὸς τὸ ἱδροῦν Arist.Pr.867a39; τὴν ψυχὴν εἴς τι S.E.M.6.34; πολλὰ αὐτῷ (sc. Σόλωνι) τῆς νομοθεσίας Plu. Sol.12, cf. Lyc.4:—Pass., αὑτοὺς παρεῖχον τῷ νομοθέτῃ προωδοποιημένους Arist.Pol.1270a4; π. τῷ πάθει Id.PA650b28; προωδοποίηται ἕκαστος πρὸς τὴν ἑκάστου ὀργήν Id.Rh.1379a21, cf. GA770b3, Epicur. Nat.Herc.1420.3.

German (Pape)

[Seite 737] vorausgehen, Luc. abdic. 17; übh. vorbereiten, Arist. partt. an. 2, 5; προοδοποιεῖ ἡ μουσικὴ τὴν ψυχὴν εἰς σοφίαν, S. Emp. adv. mus. 34. – Auch med., Arist. part. an. 3, 9.

Greek (Liddell-Scott)

προοδοποιέω: ἀόρ. προωδοποίησα Ἀριστ. Προβλ. 2. 11, 3· πρκμ. προωδοποίηκα ὁ αὐτ. ἐν Ρητορ. 2. 13, 7, Παθητ., προωδοποίημαι ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 2. 4, 4., 2. 5, 6, π. Ζ. Γεν. 4. 4, 9, κ. ἀλλ.· ὥστε οἱ τύποι προωδοπεποίηκα, -πεποίημαι (Προβλ. 30. 1, 22, Πολιτ. 2. 9, 11) εἶναι πιθανῶς ἁμαρτήματα τῶν Ἀντιγραφέων. Παρασκευάζω τὴν ὁδὸν πρότερον, προπαρασκευάζω, προετοιμάζω, ἐξομαλύνω τὴν ὁδόν, τῷ γῆρας πρ. τῇ δειλίᾳ Ἀριστ. Ρητ. 2. 13, 7· πάντα πρ. πρός.., κάμνω πᾶσαν ἑτοιμασίαν διά…, ὁ αὐτ. ἐν Πολιτ. 7. 77, 5· ἀπολ., Πλούτ. 2. 663Ε· ― Μέσ., διευθύνομαι, τείνω πρός τινα διεύθυνσιν, πρὸς τὸ ἄνω Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 9, 8, πρβλ. Προβλ. 2. 11. ΙΙ. μετ’ αἰτιατικῆς, παρασκευάζω προηγουμένως, τὴν παίδευσίν τινι Πλουτ. Λυκοῦργ. 4· τὸ σῶμα πρὸς τὸ ἱδροῦν Ἀριστ. Προβλ. 2. 11, 2, πρβλ. Πολιτ. 7. 17, 5· τὴν ψυχὴν εἴς τι Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 6. 34. ― Παθητ., παρασκευάζομαι πρότερον, αὑτοὺς παρεῖχον τῷ νομοθέτῃ προωδοποιημένους Ἀριστ. Πολιτ. 2. 9, 11· πρ. τῷ πάθει ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 2. 4, 4· προωδοποίηται ἕκαστος πρὸς τὴν ὀργὴν ὁ αὐτ. ἐν Ρητ. 2. 2, 10, πρβλ. π. Ζ. Γεν. 4. 4, 9· εἴς τι ὁ αὐτ. ἐν Προβλ. 2. 11· μετοχ. προωδοποιημένος, η, ον, παρεσκευασμένος, ἕτοιμος, ὁ αὐτ. ἐν Πολιτ. 2. 9, 11.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
ao. προωδοποίησα, pf. προωδοποίηκα ; pf. Pass. προωδοποίημαι;
ouvrir ou frayer le chemin ; προοδοποιεῖν τινι ARSTT ouvrir la voie, donner accès à qch (à la peur, à l’étude, etc.) ; Pass. être préparé, disposé : πρός τι à qch.
Étymologie: πρό, ὁδοποιέω.

Greek Monotonic

προοδοποιέω: μέλ. -ήσω, παρακ. προωδοποίηκα·
I. ετοιμάζω τον δρόμο από πριν, τινί, για κάποιον, σε Αριστ.
II. με αιτ., ετοιμάζω από πριν, σε Πλούτ. — Παθ., ετοιμάζομαι από πριν, σε Αριστ.· μτχ. προωδοποιημένος, , -ον, προετοιμασμένος, έτοιμος, στον ίδ.