προσπαρέχω: Difference between revisions

From LSJ

διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)

Source
(35)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΜΑ [[παρέχω]]<br />(το ενεργ<br />και το μέσ.) [[δίνω]] [[κάτι]] [[ακόμη]] σε κάποιον, του [[χορηγώ]] [[κάτι]] επιπροσθέτως («ναυσί τε πλείσταις αὐτὸς ἀφικόμενος καὶ Ἀρκάσι προσπαρασχὼν [ναῡς]», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[προξενώ]] σε κάποιον [[κάτι]] [[ακόμη]], του [[επιφέρω]] επιπρόσθετη [[βλάβη]] («προσπαρέχεις βλάβας», Ιπποκρ.).
|mltxt=ΜΑ [[παρέχω]]<br />(το ενεργ<br />και το μέσ.) [[δίνω]] [[κάτι]] [[ακόμη]] σε κάποιον, του [[χορηγώ]] [[κάτι]] επιπροσθέτως («ναυσί τε πλείσταις αὐτὸς ἀφικόμενος καὶ Ἀρκάσι προσπαρασχὼν [ναῡς]», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[προξενώ]] σε κάποιον [[κάτι]] [[ακόμη]], του [[επιφέρω]] επιπρόσθετη [[βλάβη]] («προσπαρέχεις βλάβας», Ιπποκρ.).
}}
{{lsm
|lsmtext='''προσπαρέχω:''' μέλ. <i>-έξω</i>, [[παρέχω]] ή [[προμηθεύω]] [[επιπλέον]], <i>τί τινι</i>, σε Θουκ.· ομοίως στη Μέσ., σε Πλάτ.
}}
}}

Revision as of 01:24, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσπαρέχω Medium diacritics: προσπαρέχω Low diacritics: προσπαρέχω Capitals: ΠΡΟΣΠΑΡΕΧΩ
Transliteration A: prosparéchō Transliteration B: prosparechō Transliteration C: prosparecho Beta Code: prospare/xw

English (LSJ)

   A furnish, supply besides, Ἀρκάσι ναῦς Th.1.9, cf. D.C.56.40:—Med., Pl.R.437e, Lg. 808c.    II cause besides, βλάβας Hp.Art.47.

German (Pape)

[Seite 776] (s. ἔχω), noch dazu hinhalten, darreichen, τινί τι, Thuc. 1, 9; auch med., Plat. Rep. IV, 437 e; Legg. VII, 808 c; Plut. Timol. 8 u. A.

Greek (Liddell-Scott)

προσπαρέχω: παρέχω ἢ δίδω προσέτι, τι Ἱππ. π. Ἄρθρ. 814˙ Ἀρκάσι ναῦς Θουκ. 1. 9˙ οὕτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Πλάτ. Πολ. 437Ε, Νόμ. 808C.

French (Bailly abrégé)

f. προσπαρέξω, ao.2 προσπαρέσχον, etc.
procurer en outre : τί τινι qch à qqn.
Étymologie: πρός, παρέχω.

Greek Monolingual

ΜΑ παρέχω
(το ενεργ
και το μέσ.) δίνω κάτι ακόμη σε κάποιον, του χορηγώ κάτι επιπροσθέτως («ναυσί τε πλείσταις αὐτὸς ἀφικόμενος καὶ Ἀρκάσι προσπαρασχὼν [ναῡς]», Θουκ.)
αρχ.
προξενώ σε κάποιον κάτι ακόμη, του επιφέρω επιπρόσθετη βλάβη («προσπαρέχεις βλάβας», Ιπποκρ.).

Greek Monotonic

προσπαρέχω: μέλ. -έξω, παρέχω ή προμηθεύω επιπλέον, τί τινι, σε Θουκ.· ομοίως στη Μέσ., σε Πλάτ.